Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (596-645)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σὺ μέν [στρ. α]
που ναίεις ἁλίπλακτος εὐδαίμων,
πᾶσιν περίφαντος αἰεί·
600ἐγὼ δ᾽ ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ᾽ οὗ χρόνος
μίμνων ἀν᾽ Ἴδαν λειμώνι᾽ ποᾶντι μη-
νῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐ-
605νῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος,
κακὰν ἐλπίδ᾽ ἔχων ἔτι μέ
ποτ᾽ ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν.

καί μοι δυσθεράπευτος Αἴ- [ἀντ. α]
610ας ξύνεστιν ἔφεδρος, ὤμοι μοι,
θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος·
ὃν ἐξεπέμψω πρὶν δή ποτε θουρίῳ
κρατοῦντ᾽ ἐν Ἄρει· νῦν δ᾽ αὖ φρενὸς οἰοβώ-
615τας φίλοις μέγα πένθος ηὕ-
ρηται. τὰ πρὶν δ᾽ ἔργα χεροῖν
μεγίστας ἀρετᾶς ἄφιλα
620παρ᾽ ἀφίλοις ἔπεσ᾽ ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις.

ἦ που παλαιᾷ μὲν σύντροφος ἁμέρᾳ, [στρ. β]
625λευκῷ τε γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦν-
τα φρενοβόρως ἀκούσῃ,
αἴλινον αἴλινον
οὐδ᾽ οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος ἀηδοῦς
630ἥσει δύσμορος, ἀλλ᾽
ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς
θρηνήσει, χερόπλακτοι δ᾽
ἐν στέρνοισι πεσοῦνται
δοῦποι καὶ πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας.

κρείσσων γὰρ Ἅιδᾳ κεύθων ὁ νοσῶν μάταν, [ἀντ. β] 635
ὃς ἐκ πατρῴας ἥκων γενεᾶς ἄρι-
στος πολυπόνων Ἀχαιῶν,
οὐκέτι συντρόφοις
640ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ᾽ ἐκτὸς ὁμιλεῖ.
ὦ τλᾶμον πάτερ, οἵ-
αν σε μένει πυθέσθαι
παιδὸς δύσφορον ἄταν,
ἃν οὔπω τις ἔθρεψεν
645αἰὼν Αἰακιδᾶν ἄτερθε τοῦδε.


ΣΤΑΣΙΜΟ ΠΡΩΤΟ


ΧΟ. Ω Σαλαμίνα ένδοξη,
θαλασσοφίλητη εσύ κι ευτυχισμένη,
η φήμη σου παντού και πάντα λάμπει.
600Ενώ εγώ ο ταλαίπωρος, εδώ και πόσα
χρόνια στης Ίδας τις υπαίθριες πλαγιές,
μήνες αμέτρητους κουρνιάζω,
κι ο χρόνος που περνά με μαραζώνει,
με την πικρή ελπίδα πια μια μέρα στον αγύριστο,
άραχλο Άδη να βουλιάξω.

Και νά ο Αίας πλάι μου,
610σε κάθε μου φροντίδα αντίθετος,
από θεήλατη, αλίμονο, μανία σαλεμένος.
Αυτός που έναν καιρό εσύ τον έστειλες εδώ,
ήρωα ανίκητο στη μάχη. Κι έμεινε τώρα
μόνος μέσα στη μοναξιά του, πένθος βαρύ
για φίλους και δικούς.
Όσα μεγάλα έργα και λαμπρά
κατόρθωσαν τα χέρια του, δεν βρήκαν
ανταπόκριση στους άφιλους,
620αχάριστους Ατρείδες.

Ιώ, κι η μάνα του, με τα πολλά της
χρόνια και τα λευκά της γηρατειά,
όταν θα μάθει πόσο πάσχει ο γιος της, πως
σάλεψε ο νους του, σε μοιρολόγι θα ξεσπάσει
—όχι η δύστυχη ωσάν της αηδόνας το λυπητερό τραγούδι,
630αλλά στριγκλίζοντας μ᾽ άγριες φωνές, σπαραχτικές,
βαριά το στήθος της χτυπώντας με τα δυο της χέρια,
μαδώντας τ᾽ άσπρα της μαλλιά.

Καλύτερα στον Άδη κάποιος να κρυφτεί,
όποιον τον βρει αρρώστια αγιάτρευτη.
Όπως αυτός, από γενιά προγονική γενναία,
άριστος έφτασε στους πολεμόφιλους
Αργίτες, μα τώρα αρνήθηκε της συντροφιάς τον κύκλο,
640κι έμεινε απέξω, μόνος.
Ω δύσμοιρε πατέρα, τί να σε περιμένει
όταν ακούσεις του παιδιού σου την παραφορά,
τυφλή κι αβάστακτη, τέτοια που ως τώρα άλλος κανείς
δεν έζησε από τους Αιακίδες, εκτός
από τον Αίαντα.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ω! δοξασμένη Σαλαμίνα,
στο βουερό το κύμα εσύ
πασίχαρη θρονιάζεσαι
και ξακουστή πάντοτε σ᾽ όλους·
600μα ο δύστυχος εγώ πολύν καιρό,
χειμώνα καλοκαίρι, μήνες
αμέτρητους, εδώ στης Ίδης
τη γη πλαγιάζω κι ολοένα
τα βάσανα με λιώνουν, τόσα
χρόνια και χρόνια, κι ένας φόβος
με τυραννάει πως κάποια μέρα
πριν απ᾽ την ώρα μου θα φτάσω
στο φοβερό, τρισκότεινο Άδη.

Όμως εξόν απ᾽ όλα τούτα, δίχως
610γιατρειά τον Αίαντα άρρωστο έχω,
γιατί βαριά τον συντροφεύει,
αλίμονο, τρέλα θεόσταλτη·
αυτός που κάποτε έστειλες
στον πόλεμο γιομάτο αντρειοσύνη,
τώρα στις ερημιές του νου του
πλανιέται αλλοπαρμένος, φέρνοντας
στους φίλους θλίψη ασήκωτη.
Οι πρωτινές παλικαριές του
πάνε χαμένες, ουδέ βρίσκουν
καμιάν αντίχαρη απ᾽ τους μισητούς
620εχθρούς του Ατρείδες.

Κι αλήθεια η μάνα του η γριά,
που την ασπρίσαν τα περίσσια
χρόνια και τα γεράματα,
όταν ακούσει πως αρρώστια
του ᾽χει σαλέψει το μυαλό,
φριχτό θα σύρει μοιρολόι
630κι όχι αηδονιού πικρή λαλιά,
μόνο θρηνώντας με στριγκλιές η δύστυχη
τα στήθια θα χεροχτυπά
και τα λευκά μαλλιά της θα τραβάει.

Κάλλιο ας τον κρύψει ο Άδης,
αφού γιατρειά δεν έχει αυτός,
που πρώτος μέσα στους πολύπαθους
Αργίτες απ᾽ την πατρική γενιά του,
640δεν ακλουθεί τώρα τους δρόμους της,
μα ξεστρατίζει. Δύσμοιρε πατέρα,
ποιά συμφορά μένει να μάθεις
για το παιδί σου· τέτοια που κανέναν
από τους θεϊκούς Αιακίδες
ποτέ δε βρήκε, εξόν το γιο σου.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ω Σαλαμίνα δοξαστή, που οι θάλασσες σε βρέχουν
και είσαι ευτυχισμένη συ κι απ᾽ όλους ξακουσμένη.
600Κι εγώ ο μαύρος τριγυρνώ, χρόνια ένα πλήθος τώρα,
στην Τροία, πὄχει τα πολλά τα πλούσια τα λιβάδια
τα πολυβόσκητα, αψήφιστος και πάντα χολιασμένος
μέσα στους μήνες που περνούν, και μ᾽ έναν τρόμο πάντα,
μην πάρω το στρατί στρατί και βγω στον μαύρο Άδη.

610Και δυσκολοθεράπευτος ήρθε μαζί μου ο Αίας,
οϊμέ, από μια θεόσταλτη μανία χτυπημένος,
που έστειλές τον στη φωτιά της μάχης πρώτος να ᾽ναι.
Μα τώρα ο νους του χάθηκε κι οι φίλοι του τον κλαίνε.
Και των χεριών του τα έργατα τ᾽ ασύγκριτα, οι οχτροί του
620οι Ατρείδες πλια δεν τα τιμούν και τα παραπετάξαν.

Αλήθεια, η γερόντισσα, η μάνα του η ασπρομάλλα,
σαν μάθει την αρρώστια αυτή του νου του, δεν θα κλάψει
630καθώς τ᾽ αηδόνι η άμοιρη, μόν᾽ μαύρα μοιρολόγια
θα ξεφωνίσει, θα χτυπά τα στήθια με τους γρόθους
και τα μαλλιά της θα τραβά για να τα ξεριζώσει.

Κάλλιο του του βαριάρρωστου να πέσει να πεθάνει,
που ήταν ο πιο καλύτερος στο πατρικό το γένος
απ᾽ τους λεβέντες Έλληνες, κι έσβησ᾽ ο νους του τώρα
640και λέει άλλα των αλλών. Κακόμοιρε γονιέ του,
ποιά μένει ασήκωτη ζημιά να μάθεις του παιδιού σου,
που άλλος δεν την τράβηξε ποτέ απ᾽ τους Αιακίδες.