ΣΤΑΣΙΜΟ ΠΡΩΤΟ ΧΟ. Ω Σαλαμίνα ένδοξη,
θαλασσοφίλητη εσύ κι ευτυχισμένη,
η φήμη σου παντού και πάντα λάμπει.
600Ενώ εγώ ο ταλαίπωρος, εδώ και πόσα
χρόνια στης Ίδας τις υπαίθριες πλαγιές,
μήνες αμέτρητους κουρνιάζω,
κι ο χρόνος που περνά με μαραζώνει,
με την πικρή ελπίδα πια μια μέρα στον αγύριστο,
άραχλο Άδη να βουλιάξω.
Και νά ο Αίας πλάι μου,
610σε κάθε μου φροντίδα αντίθετος,
από θεήλατη, αλίμονο, μανία σαλεμένος.
Αυτός που έναν καιρό εσύ τον έστειλες εδώ,
ήρωα ανίκητο στη μάχη. Κι έμεινε τώρα
μόνος μέσα στη μοναξιά του, πένθος βαρύ
για φίλους και δικούς.
Όσα μεγάλα έργα και λαμπρά
κατόρθωσαν τα χέρια του, δεν βρήκαν
ανταπόκριση στους άφιλους,
620αχάριστους Ατρείδες.
Ιώ, κι η μάνα του, με τα πολλά της
χρόνια και τα λευκά της γηρατειά,
όταν θα μάθει πόσο πάσχει ο γιος της, πως
σάλεψε ο νους του, σε μοιρολόγι θα ξεσπάσει
—όχι η δύστυχη ωσάν της αηδόνας το λυπητερό τραγούδι,
630αλλά στριγκλίζοντας μ᾽ άγριες φωνές, σπαραχτικές,
βαριά το στήθος της χτυπώντας με τα δυο της χέρια,
μαδώντας τ᾽ άσπρα της μαλλιά.
Καλύτερα στον Άδη κάποιος να κρυφτεί,
όποιον τον βρει αρρώστια αγιάτρευτη.
Όπως αυτός, από γενιά προγονική γενναία,
άριστος έφτασε στους πολεμόφιλους
Αργίτες, μα τώρα αρνήθηκε της συντροφιάς τον κύκλο,
640κι έμεινε απέξω, μόνος.
Ω δύσμοιρε πατέρα, τί να σε περιμένει
όταν ακούσεις του παιδιού σου την παραφορά,
τυφλή κι αβάστακτη, τέτοια που ως τώρα άλλος κανείς
δεν έζησε από τους Αιακίδες, εκτός
από τον Αίαντα.
|