Βγαίνει μια ξενοδόχα, βλέπει το Διόνυσο με τη λεοντή και το ρόπαλο και παίρνοντάς τον για τον Ηρακλή φωνάζει μιαν άλλη ξενοδόχα, που ερχόταν από πίσω.
Η ΠΡΩΤΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ
Πλαθάνη, τρέξε. Νά ο αχρείος που μπήκε
550κάποτε μες στο χάνι και δεκάξι
μας έφαγε ψωμιά…
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ
Ναι, εκείνος είναι.
ΞΑΝ., μέσα του.
Κάποιος θα μπλέξει. Α’ ΞΕΝ. μα και κρέας βρασμένο,
είκοσι, του μισού οβολού, μερίδες…
ΞΑΝ., μέσα του.
Κάποιος θα παιδευτεί. Α’ ΞΕΝ. και πλήθος σκόρδα.
ΔΙΟ. Κυρά, παραμιλάς· τί λες δεν ξέρεις.
Α’ ΞΕΝ. Θαρρούσες, βρε, πως δε θα σε γνωρίσω,
γιατί φοράς κοθόρνους; Μα και τ᾽ άλλο;
δεν είπα ακόμα τα παστά, έναν κόσμο.
Β’ ΞΕΝ. Ούτε το χλωροτύρι, συφορά μου,
560που με τα τυροβόλια το ᾽χαψε όλο.
Α’ ΞΕΝ. Κι ύστερα, τα λεφτά σα ζήτησα, άγρια
με κοίταξε και μούγκριζε… ΞΑΝ. Είναι, βλέπεις,
συνήθεια του· έτσι φέρνεται όπου πάει.
Α’ ΞΕΝ. κι έσυρε το σπαθί του σαν τρελός.
Β’ ΞΕΝ. Ναι, δόλια, αλήθεια. Α’ ΞΕΝ. Εμείς απ᾽ την τρομάρα
χωθήκαμε κι οι δυο μες στη σοφίτα·
κι αυτός τις ψάθες άρπαξε και δρόμο.
ΞΑΝ. Κι αυτά τα συνηθάει. Α’ ΞΕΝ. Μα κάτι πρέπει
να κάμουμε. Για τρέξε φώναξέ μου
τον Κλέωνα τον προστάτη μου. Β’ ΞΕΝ. Δικός μου
570ο Υπέρβολος· για κοίτα, αν τον πετύχεις…
Α’ ΞΕΝ. Να τον ταράξουμε. (Στο Διόνυσο.) Α, βρε σιχαμένο
στόμα, πώς θα χαρώ να σου τσακίσω
μ᾽ ένα κοτρόνι αυτούς τους τραπεζίτες,
που τόση μου μασήσανε πραμάτεια.
ΞΑΝ. Και πάλι εγώ, στο βάραθρο αν σε ρίξω.
Β’ ΞΕΝ. Κι εγώ μ᾽ ένα δρεπάνι να σου κόψω
το λαρύγγι που τ᾽ άντερα κατάπιε.
Α’ ΞΕΝ. Στον Κλέωνα πάω· αυτός θα τον μηνύσει
και θα τον κάμει ευθύς να τα ξεράσει.
Οι δυο γυναίκες φεύγουν.
ΔΙΟ. Αν τον Ξανθία δεν αγαπώ, ας πεθάνω.
580ΞΑΝ. Σώπα, και ξέρω πού το πας· για πάψε.
Εγώ Ηρακλής δεν ξαναγίνομαι, όχι.
ΔΙΟ. Ω μην το λες αυτό, καλέ Ξανθία.
ΞΑΝ. Και πώς εγώ, ο θνητός μαζί και δούλος,
ο γιος μπορώ να γίνω της Αλκμήνης;
ΔΙΟ. Το ξέρω, έχεις θυμώσει· κι έχεις δίκιο·
και να με δείρεις, δε θ᾽ αντιμιλήσω.
Αλλ᾽ αν σου ξαναπάρω αυτά τα ρούχα,
κακό χαμό συφάμελα να βρούμε,
ο ίδιος εγώ, η γυναίκα, τα παιδιά μου,
κι ο Αρχέδημος μαζί μας ο τσιμπλιάρης.
ΞΑΝ. Με αυτούς τους όρους, ναι· δεχτός είν᾽ ο όρκος.
Δίνει τα ρούχα του στο Διόνυσο και ξαναπαίρνει τη λεοντή και το ρόπαλο.
|