ΧΟΡ. Θλιβερό
το μαντάτο που μας φέρνεις, άνθρωπέ μου·
540δάκρυα χύνω·
μεγαλεία απ᾽ των προγόνων τον καιρό
πάνε, σβήσανε πια τώρα,
των πατέρων η αναντρία τα ᾽χει γκρεμίσει.
Μα σωτήρα μου σε στέλνει
ένας θεός και κάποια σύμπτωση καλή.
Πάρε εμάς και τα μικρά μας
και κυβέρνα μας εσύ.
ΚΟΡ. Μια και βρίσκεσ᾽ εδώ, ορμήνεψέ μας και πες
τί χρωστούμε να κάμουμε τώρα·
η ζωή δεν αξίζει, αν δεν πάρουμ᾽ εμείς
την παλιά μας και πάλι εξουσία.
550ΠΙΣ. Πάει καλά· πρώτη ορμήνια που δίνω είν᾽ αυτή:
τα πουλιά να ᾽χουν όλα μια πόλη·
δεύτερο, όλος ο αέρας τριγύρω, κι αυτός
που είν᾽ ανάμεσα ο χώρος, με τείχος
από τούβλα ψημένα χοντρά να ζωστεί,
όπως είναι η τρανή Βαβυλώνα.
ΕΥΕ. Κεβριόνη κι εσύ Πορφυρίωνα, ποπό,
φοβερό που θα γίνει το κάστρο!
ΠΙΣ. Και το τείχος αυτό σα στηθεί, την αρχή
ν᾽ απαιτήσετε πίσω απ᾽ το Δία·
κι αν αυτός αρνηθεί και το ναι δε σας πει,
στη στιγμή το κεφάλι αν δε σκύψει,
να κηρύξετε πόλεμο τότε ιερό
κι απαγόρευση αμέσως να γίνει
απ᾽ τη χώρα σας μέσα οι θεοί να περνούν
με φωτιά ερωτική στο κορμί τους·
να μη γίνεται αυτό που γινότανε πριν,
που κατέβαιναν, κάποιαν Αλκμήνη,
κάποια Αλόπη ή Σεμέλη να βρουν και μ᾽ αυτή
να πλαγιάσουνε· κι αν εφορμούνε
560προς τη γη, να τους κόβετ᾽ εσείς την ορμή
με μια βούλα στο μέρος που πρέπει.
Και προτείνω να στείλετε έν᾽ άλλο πουλί
στους ανθρώπους για κήρυκα· τώρα
βασιλιάδες του κόσμου είναι πια τα πουλιά
να τους πει, και σ᾽ αυτά πρέπει πρώτα
να προσφέρνουν θυσίες και στερνά στους θεούς·
και να πει να μοιράσουν με τάξη
τα πουλιά στους θεούς· ναι, σε κάθε θεό
το πουλί που ταιριάζει με δαύτον·
η Αφροδίτη θυσία πριν δεχτεί, προσφορά
στην πουλάδα να γίνει από σπόρους·
στο θεό Ποσειδώνα αν θυσιάζουν αρνί,
ν᾽ αφιερώνουν στην πάπια σιτάρι·
ο φαγάς ο Ηρακλής προσφορά σα δεχτεί,
να δεχτεί λουκουμάδες ο γλάρος·
κι όταν κριάρι στο Δία θα προσφέρνει κανείς,
είναι κι ένα πουλί, αφεντοπούλι,
που το λένε βαρβάκι· βαρβάτος σ᾽ αυτό
να προσφέρνεται κούνουπας πρώτα.
570ΕΥΕ. Πώς μ᾽ αρέσει του κούνουπα αυτή η προσφορά!
Τώρα βρόντα όσο θέλεις, κυρ Δία.
ΚΟΡ. Αλλά οι άνθρωποι πώς θα πιστέψουν, καλέ,
πως θεοί ᾽μαστε κι όχι κοράκια,
να πετούμε αφού βλέπουν μ᾽ αυτά τα φτερά;
ΠΙΣ. Κουταμάρες. Κι ο Ερμής, μά το Δία,
δεν πετά και φτερούγες δεν έχει; θεός
είν᾽ ωστόσο· μα κι άλλοι ένα πλήθος.
Άκου· η Νίκη φορεί δυο φτερούγες χρυσές
και πετά· το ίδιο κι ο Έρωτας κάνει·
για την Ίριδα ο Όμηρος έλεγε πως
είναι σαν περιστέρα που τρέμει.
ΕΥΕ. Αλλά ο Δίας με βροντές φτερωτό κεραυνό
καταπάνω μας λες δε θα ρίξει;
ΚΟΡ. Αλλ᾽ αν οι άνθρωποι ωστόσο στο νόημα δεν μπουν,
μόνο κρίνουν πως είμαστε νούλες,
κι ότι του Όλυμπου οι κάτοικοι, αυτοί ᾽ναι θεοί;
ΠΙΣ. Να σκωθούν τότε σύννεφο πρέπει
σπορολόγοι σπουργίτες, κι αμέσως να παν
στα χωράφια, να φάνε τους σπόρους·
580κι αν μπορεί τότε η Δήμητρα, ας πάει, και σ᾽ αυτούς
που πεινούν ας μοιράσει σιτάρι.
ΕΥΕ. Ούτε καν θα θελήσει, καλέ· θα τη δεις
να τους βρίσκει ένα πλήθος προφάσεις.
ΠΙΣ. Στα ζευγάρια τους πάλι που οργώνουν τη γη
και στα πρόβατα πάνω οι κοράκοι
να ριχτούνε να βγάλουν τα μάτια τους· μια
δοκιμή, για να δουν τί μπορείτε·
και ο Απόλλωνας, που είναι γιατρός και μισθό
κιόλας παίρνει, αν μπορεί, ας τα γιατρέψει.
ΕΥΕ. Μη βιαστείτε σ᾽ αυτό· περιμένετε πριν,
να πουλήσω τα δυο μου βοδάκια.
ΠΙΣ. Μα αν εσένα πιστέψουν θεό και ζωή,
και σε πουν Κρόνο, Γη, Ποσειδώνα,
όλα τότε σ᾽ αυτούς θα δοθούν τ᾽ αγαθά.
ΚΟΡ. Λέγε μου έν᾽ απ᾽ αυτά τ᾽ αγαθά τους.
ΠΙΣ. Νά το πρώτο αγαθό: δε θα τρώνε όπως πριν
τους βλαστούς των κλημάτων οι ακρίδες·
ένας λόχος θα ορμά κουκουβάγιες, μαζί
και πετρίτες, και λιώμα οι ακρίδες.
590Άλλο: δε θα χαλούν όπως πριν, δε θα τρων
τις συκιές τα μυγάκια κι οι σκνίπες·
θα χιμά ένα μπουλούκι από τσίχλες, κι ευθύς
ξεπαστρεύεται κάθε ζουζούνι.
|