Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (539-591)


ΧΟ. πολὺ δὴ πολὺ δὴ χαλεπωτάτους λόγους [ἀντ.]
540ἤνεγκας, ἄνθρωφ᾽· ὡς ἐδάκρυσά γ᾽ ἐμῶν
πατέρων κάκην, οἳ
τάσδε τὰς τιμὰς προγόνων παραδόντων
ἐπ᾽ ἐμοὶ κατέλυσαν.
σὺ δέ μοι κατὰ δαίμονα καί ‹τινα› συν-
τυχίαν ἀγαθὴν
545ἥκεις ἐμοὶ σωτήρ.
ἀναθεὶς γὰρ ἐγώ σοι
τὰ νεόττια κἀμαυτὸν οἰκετεύσω.

ἀλλ᾽ ὅ τι χρὴ δρᾶν, σὺ δίδασκε παρών· ὡς ζῆν οὐκ ἄξιον ἡμῖν,
εἰ μὴ κομιούμεθα παντὶ τρόπῳ τὴν ἡμετέραν βασιλείαν.
550ΠΙ. καὶ δὴ τοίνυν πρῶτα διδάσκω μίαν ὀρνίθων πόλιν εἶναι,
κἄπειτα τὸν ἀέρα πάντα κύκλῳ καὶ πᾶν τουτὶ τὸ μεταξὺ
περιτειχίζειν μεγάλαις πλίνθοις ὀπταῖς ὥσπερ Βαβυλῶνα.
ΕΥ. ὦ Κεβριόνα καὶ Πορφυρίων, ὡς σμερδαλέον τὸ πόλισμα.
ΠΙ. κἀπειδὰν τοῦτ᾽ ἐπανεστήκῃ, τὴν ἀρχὴν τὸν Δί᾽ ἀπαιτεῖν·
555κἂν μὲν μὴ φῇ μηδ᾽ ἐθελήσῃ μηδ᾽ εὐθὺς γνωσιμαχήσῃ,
ἱερὸν πόλεμον πρωυδᾶν αὐτῷ, καὶ τοῖσι θεοῖσιν ἀπειπεῖν
διὰ τῆς χώρας τῆς ὑμετέρας ἐστυκόσι μὴ διαφοιτᾶν,
ὥσπερ πρότερον μοιχεύσοντες τὰς Ἀλκμήνας κατέβαινον
καὶ τὰς Ἀλόπας καὶ τὰς Σεμέλας· ἤνπερ δ᾽ ἐπίωσ᾽, ἐπιβάλλειν
560σφραγῖδ᾽ αὐτοῖς ἐπὶ τὴν ψωλήν, ἵνα μὴ βινῶσ᾽ ἔτ᾽ ἐκείνας.
τοῖς δ᾽ ἀνθρώποις ὄρνιν ἕτερον πέμψαι κήρυκα κελεύω,
ὡς ὀρνίθων βασιλευόντων θύειν ὄρνισι τὸ λοιπόν,
κἄπειτα θεοῖς ὕστερον αὖθις· προσνείμασθαι δὲ πρεπόντως
τοῖσι θεοῖσιν τῶν ὀρνίθων ὃς ἂν ἁρμόττῃ καθ᾽ ἕκαστον·
565ἢν Ἀφροδίτῃ θύῃ, κριθὰς ὄρνιθι φαληρίδι θύειν·
ἢν δὲ Ποσειδῶνί τις οἶν θύῃ, νήττῃ πυροὺς καθαγίζειν·
ἢν δ᾽ Ἡρακλέει θύῃσι, λάρῳ ναστοὺς θύειν μελιτοῦντας·
κἂν Διὶ θύῃ βασιλεῖ κριόν, βασιλεύς ἐστ᾽ ὀρχίλος ὄρνις,
ᾧ προτέρῳ δεῖ τοῦ Διὸς αὐτοῦ σέρφον ἐνόρχην σφαγιάζειν.
570ΕΥ. ἥσθην σέρφῳ σφαγιαζομένῳ. βροντάτω νῦν ὁ μέγας Ζάν.
ΧΟ. καὶ πῶς ἡμᾶς νομιοῦσι θεοὺς ἄνθρωποι κοὐχὶ κολοιούς,
οἳ πετόμεσθα πτέρυγάς τ᾽ ἔχομεν; ΠΙ. ληρεῖς. καὶ νὴ Δί᾽ ὅ γ᾽ Ἑρμῆς
πέτεται θεὸς ὢν πτέρυγάς τε φορεῖ, κἄλλοι γε θεοὶ πάνυ πολλοί.
αὐτίκα Νίκη πέτεται πτερύγοιν χρυσαῖν καὶ νὴ Δί᾽ Ἔρως γε·
575Ἶριν δέ γ᾽ Ὅμηρος ἔφασκ᾽ ἰκέλην εἶναι τρήρωνι πελείῃ.
ΕΥ. ὁ Ζεὺς δ᾽ ἡμῖν οὐ βροντήσας πέμψει πτερόεντα κεραυνόν;
ΧΟ. ἢν δ᾽ οὖν ἡμᾶς μὲν ὑπ᾽ ἀγνοίας εἶναι νομίσωσι τὸ μηδέν,
τούτους δὲ θεοὺς τοὺς ἐν Ὀλύμπῳ; ΠΙ. τότε χρὴ στρούθων νέφος ἀρθὲν
καὶ σπερμολόγων ἐκ τῶν ἀγρῶν τὸ σπέρμ᾽ αὐτῶν ἀνακάψαι·
580κἄπειτ᾽ αὐτοῖς ἡ Δημήτηρ πυροὺς πεινῶσι μετρείτω.
ΕΥ. οὐκ ἐθελήσει μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὄψει προφάσεις αὐτὴν παρέχουσαν.
ΠΙ. οἱ δ᾽ αὖ κόρακες τῶν ζευγαρίων, οἷσιν τὴν γῆν καταροῦσιν,
καὶ τῶν προβάτων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκοψάντων ἐπὶ πείρᾳ·
εἶθ᾽ Ἁπόλλων ἰατρός ‹γ᾽› ὢν ἰάσθω· μισθοφορεῖ δέ.
585ΕΥ. μή, πρίν γ᾽ ἂν ἐγὼ τὼ βοιδαρίω τὠμὼ πρώτιστ᾽ ἀποδῶμαι.
ΠΙ. ἢν δ᾽ ἡγῶνται σὲ θεόν, σὲ βίον, σὲ δὲ Γῆν, σὲ Κρόνον, σὲ Ποσειδῶ,
ἀγάθ᾽ αὐτοῖσιν πάντα παρέσται. ΧΟ. λέγε δή μοι τῶν ἀγαθῶν ἕν.
ΠΙ. πρῶτα μὲν αὐτῶν τὰς οἰνάνθας οἱ πάρνοπες οὐ κατέδονται,
ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει.
590εἶθ᾽ οἱ κνῖπες καὶ ψῆνες ἀεὶ τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται,
ἀλλ᾽ ἀναλέξει πάντας καθαρῶς αὐτοὺς ἀγέλη μία κιχλῶν.


ΧΟΡ. Θλιβερό
το μαντάτο που μας φέρνεις, άνθρωπέ μου·
540δάκρυα χύνω·
μεγαλεία απ᾽ των προγόνων τον καιρό
πάνε, σβήσανε πια τώρα,
των πατέρων η αναντρία τα ᾽χει γκρεμίσει.
Μα σωτήρα μου σε στέλνει
ένας θεός και κάποια σύμπτωση καλή.
Πάρε εμάς και τα μικρά μας
και κυβέρνα μας εσύ.

ΚΟΡ. Μια και βρίσκεσ᾽ εδώ, ορμήνεψέ μας και πες
τί χρωστούμε να κάμουμε τώρα·
η ζωή δεν αξίζει, αν δεν πάρουμ᾽ εμείς
την παλιά μας και πάλι εξουσία.

550ΠΙΣ. Πάει καλά· πρώτη ορμήνια που δίνω είν᾽ αυτή:
τα πουλιά να ᾽χουν όλα μια πόλη·
δεύτερο, όλος ο αέρας τριγύρω, κι αυτός
που είν᾽ ανάμεσα ο χώρος, με τείχος
από τούβλα ψημένα χοντρά να ζωστεί,
όπως είναι η τρανή Βαβυλώνα.
ΕΥΕ. Κεβριόνη κι εσύ Πορφυρίωνα, ποπό,
φοβερό που θα γίνει το κάστρο!
ΠΙΣ. Και το τείχος αυτό σα στηθεί, την αρχή
ν᾽ απαιτήσετε πίσω απ᾽ το Δία·
κι αν αυτός αρνηθεί και το ναι δε σας πει,
στη στιγμή το κεφάλι αν δε σκύψει,
να κηρύξετε πόλεμο τότε ιερό
κι απαγόρευση αμέσως να γίνει
απ᾽ τη χώρα σας μέσα οι θεοί να περνούν
με φωτιά ερωτική στο κορμί τους·
να μη γίνεται αυτό που γινότανε πριν,
που κατέβαιναν, κάποιαν Αλκμήνη,
κάποια Αλόπη ή Σεμέλη να βρουν και μ᾽ αυτή
να πλαγιάσουνε· κι αν εφορμούνε
560προς τη γη, να τους κόβετ᾽ εσείς την ορμή
με μια βούλα στο μέρος που πρέπει.
Και προτείνω να στείλετε έν᾽ άλλο πουλί
στους ανθρώπους για κήρυκα· τώρα
βασιλιάδες του κόσμου είναι πια τα πουλιά
να τους πει, και σ᾽ αυτά πρέπει πρώτα
να προσφέρνουν θυσίες και στερνά στους θεούς·
και να πει να μοιράσουν με τάξη
τα πουλιά στους θεούς· ναι, σε κάθε θεό
το πουλί που ταιριάζει με δαύτον·
η Αφροδίτη θυσία πριν δεχτεί, προσφορά
στην πουλάδα να γίνει από σπόρους·
στο θεό Ποσειδώνα αν θυσιάζουν αρνί,
ν᾽ αφιερώνουν στην πάπια σιτάρι·
ο φαγάς ο Ηρακλής προσφορά σα δεχτεί,
να δεχτεί λουκουμάδες ο γλάρος·
κι όταν κριάρι στο Δία θα προσφέρνει κανείς,
είναι κι ένα πουλί, αφεντοπούλι,
που το λένε βαρβάκι· βαρβάτος σ᾽ αυτό
να προσφέρνεται κούνουπας πρώτα.
570ΕΥΕ. Πώς μ᾽ αρέσει του κούνουπα αυτή η προσφορά!
Τώρα βρόντα όσο θέλεις, κυρ Δία.
ΚΟΡ. Αλλά οι άνθρωποι πώς θα πιστέψουν, καλέ,
πως θεοί ᾽μαστε κι όχι κοράκια,
να πετούμε αφού βλέπουν μ᾽ αυτά τα φτερά;
ΠΙΣ. Κουταμάρες. Κι ο Ερμής, μά το Δία,
δεν πετά και φτερούγες δεν έχει; θεός
είν᾽ ωστόσο· μα κι άλλοι ένα πλήθος.
Άκου· η Νίκη φορεί δυο φτερούγες χρυσές
και πετά· το ίδιο κι ο Έρωτας κάνει·
για την Ίριδα ο Όμηρος έλεγε πως
είναι σαν περιστέρα που τρέμει.
ΕΥΕ. Αλλά ο Δίας με βροντές φτερωτό κεραυνό
καταπάνω μας λες δε θα ρίξει;
ΚΟΡ. Αλλ᾽ αν οι άνθρωποι ωστόσο στο νόημα δεν μπουν,
μόνο κρίνουν πως είμαστε νούλες,
κι ότι του Όλυμπου οι κάτοικοι, αυτοί ᾽ναι θεοί;
ΠΙΣ. Να σκωθούν τότε σύννεφο πρέπει
σπορολόγοι σπουργίτες, κι αμέσως να παν
στα χωράφια, να φάνε τους σπόρους·
580κι αν μπορεί τότε η Δήμητρα, ας πάει, και σ᾽ αυτούς
που πεινούν ας μοιράσει σιτάρι.
ΕΥΕ. Ούτε καν θα θελήσει, καλέ· θα τη δεις
να τους βρίσκει ένα πλήθος προφάσεις.
ΠΙΣ. Στα ζευγάρια τους πάλι που οργώνουν τη γη
και στα πρόβατα πάνω οι κοράκοι
να ριχτούνε να βγάλουν τα μάτια τους· μια
δοκιμή, για να δουν τί μπορείτε·
και ο Απόλλωνας, που είναι γιατρός και μισθό
κιόλας παίρνει, αν μπορεί, ας τα γιατρέψει.
ΕΥΕ. Μη βιαστείτε σ᾽ αυτό· περιμένετε πριν,
να πουλήσω τα δυο μου βοδάκια.
ΠΙΣ. Μα αν εσένα πιστέψουν θεό και ζωή,
και σε πουν Κρόνο, Γη, Ποσειδώνα,
όλα τότε σ᾽ αυτούς θα δοθούν τ᾽ αγαθά.
ΚΟΡ. Λέγε μου έν᾽ απ᾽ αυτά τ᾽ αγαθά τους.
ΠΙΣ. Νά το πρώτο αγαθό: δε θα τρώνε όπως πριν
τους βλαστούς των κλημάτων οι ακρίδες·
ένας λόχος θα ορμά κουκουβάγιες, μαζί
και πετρίτες, και λιώμα οι ακρίδες.
590Άλλο: δε θα χαλούν όπως πριν, δε θα τρων
τις συκιές τα μυγάκια κι οι σκνίπες·
θα χιμά ένα μπουλούκι από τσίχλες, κι ευθύς
ξεπαστρεύεται κάθε ζουζούνι.