Όμως ο φίλος μας ο Παφλαγόνας κάτι ψυλλιάστηκε και, καθώς ξέρει με τί λόγια η καρδιά της βουλής γίνεται περβόλι, πρότεινε: «Βουλευτές, προτείνω, για τις καλοτυχίες που μας αναγγέλθηκαν, να θυσιάσουμε στην Αθηνά εκατό βόδια για τα καλά μαντάτα». Η βουλή ξανά έγειρε προς το μέρος του. Κι εγώ, νογώντας ότι με νίκησε με τις σβουνιές των βοδιών, υπερακόντισα ανεβάζοντας τα βόδια σε διακόσια· [660] κι ακόμα συμβούλεψα να τάξουν στην Κυνηγήτρα θεά θυσία χιλίων γιδιών για αύριο, αν τα λιανόψαρα φτάσουν να πουλιένται εκατό στον οβολό. Ξανά η βουλή στύλωσε τα μάτια της σ᾽ εμένα. Κι αυτός τα ᾽χασε ακούοντας τα λόγια μου και βάλθηκε να λέει άλλ᾽ αντ᾽ άλλων. Τότε οι πρυτάνεις και οι φρουροί της βουλής τον τραβούσαν απ᾽ το βήμα, ενώ οι βουλευτές όρθιοι πανηγύριζαν για τις σαρδέλες. Κι αυτός να τους ικετεύει να περιμένουν λίγο ακόμα, λέγοντας: «Γιά ν᾽ ακούσετε με τ᾽ αυτιά σας τον κήρυκα που στείλαν οι Λακεδαιμόνιοι· γιατί έχει έρθει για ανακωχή». [670] Όμως οι άλλοι κραύγαζαν όλοι μ᾽ ένα στόμα: «Για ανακωχή, τώωρα; Τώρα, καψερέ μου, που μάθανε πως η αγορά μας γέμισε φτηνές σαρδέλες; Να μας λείπει η ανακωχή· ας σέρνεται ο πόλεμος». Κι έβγαλαν φωνή μεγάλη στους πρυτάνεις: «Λύστε τη συνεδρίαση!» Κατόπι, απ᾽ όπου πρόφταινε ο καθείς, πηδούσαν πάνω απ᾽ τον φράχτη. Εγώ, που λες, είχα κόψει δρόμο κι αγόρασα όλα τα πράσα και τα κόλιαντρα, όσα είχε η αγορά. Έτσι, καθώς δεν βρίσκαν τίποτε για να βάλουν νοστιμάδα στις μαρίδες, τους τα ᾽δινα τζάμπα και τους υποχρέωνα. [680] Κι αυτοί να με υψώνουν ως τον ουρανό και να μ᾽ έχουν στα πούπουλα· έτσι ολάκερη τη βουλή με κόλιαντρα μιας δεκάρας την κατάχτησα, και νά με!
|