Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (4.275-4.326)

275τῷ καὶ νησάων ἁγιωτάτη ἐξέτι κείνου
κλῄζῃ, Ἀπόλλωνος κουροτρόφος· οὐδέ σ᾽ Ἐνυώ
οὐδ᾽ Ἀίδης οὐδ᾽ ἵπποι ἐπιστείβουσιν Ἄρηος·
ἀλλά τοι ἀμφιετεῖς δεκατηφόροι αἰὲν ἀπαρχαί
πέμπονται, πᾶσαι δὲ χοροὺς ἀνάγουσι πόληες,
280 αἵ τε πρὸς ἠοίην αἵ θ᾽ ἕσπερον αἵ τ᾽ ἀνὰ μέσσην
κλήρους ἐστήσαντο, καὶ οἳ καθύπερθε βορείης
οἰκία θινὸς ἔχουσι, πολυχρονιώτατον αἷμα.
οἳ μέν τοι καλάμην τε καὶ ἱερὰ δράγματα πρῶτοι
ἀσταχύων φορέουσιν· ἃ Δωδώνηθε Πελασγοί
285 τηλόθεν ἐκβαίνοντα πολὺ πρώτιστα δέχονται,
γηλεχέες θεράποντες ἀσιγήτοιο λέβητος.
δεύτερον Ἱερὸν ἄστυ καὶ οὔρεα Μηλίδος αἴης
ἔρχονται· κεῖθεν δὲ διαπλώουσιν Ἀβάντων
εἰς ἀγαθὸν πεδίον Ληλάντιον· οὐδ᾽ ἔτι μακρός
290 ὁ πλόος Εὐβοίηθεν, ἐπεί σεο γείτονες ὅρμοι.
πρῶταί τοι τάδ᾽ ἔνεικαν ἀπὸ ξανθῶν Ἀριμασπῶν
Οὖπίς τε Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ἑκαέργη,
θυγατέρες Βορέαο, καὶ ἄρσενες οἱ τότ᾽ ἄριστοι
ἠιθέων· οὐδ᾽ οἵ γε παλιμπετὲς οἴκαδ᾽ ἵκοντο,
295 εὔμοιροι δ᾽ ἐγένοντο, καὶ ἀκλεὲς οὔποτ᾽ ἐκεῖναι.
ἦ τοι Δηλιάδες μέν, ὅτ᾽ εὐηχὴς ὑμέναιος
ἤθεα κουράων μορμύσσεται, ἥλικα χαίτην
παρθενικαῖς, παῖδες δὲ θέρος τὸ πρῶτον ἰούλων
ἄρσενες ἠιθέοισιν ἀπαρχόμενοι φορέουσιν.
300Ἀστερίη θυόεσσα, σὲ μὲν περί τ᾽ ἀμφί τε νῆσοι
κύκλον ἐποιήσαντο καὶ ὡς χορὸν ἀμφεβάλοντο·
οὔτε σιωπηλὴν οὔτ᾽ ἄψοφον οὖλος ἐθείραις
Ἕσπερος, ἀλλ᾽ αἰεί σε καταβλέπει ἀμφιβόητον.
οἱ μὲν ὑπαείδουσι νόμον Λυκίοιο γέροντος,
305 ὅν τοι ἀπὸ Ξάνθοιο θεοπρόπος ἤγαγεν Ὠλήν·
αἱ δὲ ποδὶ πλήσσουσι χορίτιδες ἀσφαλὲς οὖδας.
δὴ τότε καὶ στεφάνοισι βαρύνεται ἱρὸν ἄγαλμα
Κύπριδος ἀρχαίης ἀριήκοον, ἥν ποτε Θησεύς
εἵσατο, σὺν παίδεσσιν, ὅτε Κρήτηθεν ἀνέπλει·
310 οἳ χαλεπὸν μύκημα καὶ ἄγριον υἷα φυγόντες
Πασιφάης καὶ γναμπτὸν ἕδος σκολιοῦ λαβυρίνθου,
πότνια, σὸν περὶ βωμὸν ἐγειρομένου κιθαρισμοῦ
κύκλιον ὠρχήσαντο, χοροῦ δ᾽ ἡγήσατο Θησεύς.
ἔνθεν ἀειζώοντα θεωρίδος ἱερὰ Φοίβῳ
315 Κεκροπίδαι πέμπουσι τοπήια νηὸς ἐκείνης.
Ἀστερίη πολύβωμε πολύλλιτε, τίς δέ σε ναύτης
ἔμπορος Αἰγαίοιο παρήλυθε νηὶ θεούσῃ;
οὐχ οὕτω μεγάλοι μιν ἐπιπνείουσιν ἀῆται,
χρειὼ δ᾽ ὅττι τάχιστον ἄγει πλόον, ἀλλὰ τὰ λαίφη
320 ὠκέες ἐστείλαντο, καὶ οὐ πάλιν αὖτις ἔβησαν
πρὶν μέγαν ἢ σέο βωμὸν ὑπὸ πληγῇσιν ἑλίξαι
ῥησσόμενον, καὶ πρέμνον ὀδακτάσαι ἁγνὸν ἐλαίης
χεῖρας ἀποστρέψαντας· ἃ Δηλιὰς εὕρετο νύμφη
παίγνια κουρίζοντι καὶ Ἀπόλλωνι γελαστύν.
325Ἱστίη ὦ νήσων εὐέστιε, χαῖρε μὲν αὐτή,
χαίροι δ᾽ Ἀπόλλων τε καὶ ἣν ἐλοχεύσατο Λητώ.

275Γι᾽ αυτό από τότε είσαι ανάμεσα στις νήσους ιερή
και σ᾽ ονομάζουνε του Απόλλωνα τροφό. Πάνω σου μήτε η Ενυώ
μήτε ο Άδης, μήτε τ᾽ άλογα του Άρη περπατούν.
Αλλά σ᾽ εσένα δεκατιές ετήσιες από τους πρωτωρίμαστους καρπούς
θα στέλνονται, κι όλες οι πόλεις θα σου στήνουνε χορούς,
280κι εκείνες που ᾽ναι στην ανατολή κι αυτές που ᾽ναι στη δύση, κι όσες ανάμεσά τους
έχουν στηθεί, και οι λαοί όπου στη βόρεια θάλασσα
έχουν τις κατοικίες τους, πανάρχαια γένη.
Εκείνοι τα καλάμια και τα ιερά δεμάτια πρώτοι
σου φέρνουν των σταχυών. Απ᾽ τη Δωδώνη οι Πελασγοί,
285στης μακρινής τους διαδρομής το τέλος σού τα φέρνουν πρώτοι απ᾽ όλους,
αυτοί που έχουν κλίνη τους τη γη, του ασίγαστου του λέβητα οι υπηρέτες.
Μια δεύτερη αποστολή (με δώρα) από το Ιερόν άστυ και τα όρη της Μηλίδας γης
φτάνει. Και διαπλέουν από εκεί στους Άβαντες,
στο εύφορο Ληλάντιο πεδίο. Από εκεί μακρύς δεν είναι
290ο πλους από την Εύβοια. Οι όρμοι οι γειτονικοί είναι κοντά σου.
Απ᾽ τους ξανθούς Αριμασπούς οι πρώτοι που σου φέραν δώρα
ήταν η Ούπις, η Λοξώ και η καλόχρονη Εκάεργη,
θυγατέρες του Βορέα, και μαζί τους οι πιο άξιοι από τους νέους.
Όλοι αυτοί δεν ξαναγύρισαν στους τόπους τους,
295και έγιναν καλόμοιρες και δοξασμένες οι παρθένες.
Οι Δηλιάδες, όταν ο εύηχος σκοπός του υμεναίου
των κοριτσιών αναστατώνει τις ψυχές, την χαίτη των μαλλιών τους
σου αφιερώνουν την παρθενική, ενώ τ᾽ αγόρια τον ανθό από το πρώτο χνούδι τους
σεβαστικά και αυτά σου τον προσφέρουν.
300Αστερία μοσχοβολισμένη από λιβανωτούς, γύρω σου τα νησιά
έκαμαν κύκλο και σε κλείσανε ωσάν χορός.
Ποτέ δεν σ᾽ είδε σιωπηλή κι αθόρυβη ο σγουρομάλλης
ο Έσπερος, μα πάντοτε σε βλέπει από βοή γεμάτη.
Και σιγοτραγουδούν τ᾽ αγόρια τον ύμνο του Λύκιου γέροντα,
305που απ᾽ την Ξάνθον έφερε ο Ωλήν ο μάντης,
ενώ οι κοπέλες χορεύοντας κτυπάνε με το πόδι τ᾽ ασάλευτο έδαφος.
Και τότες από στέφανα σκεπάζεται το άγαλμα το ιερό
της αρχαίας Κύπριδας το ξακουσμένο, που ο Θησέας κάποτε
το έστησε με τα παιδιά σαν γύρισεν από την Κρήτη,
310όταν το άθλιο μούγκρισμα του άγριου γιου ξεφύγανε
της Πασιφάης, και το φοβερόν ανάκτορο του μπερδεμένου λαβυρίνθου,
κι ω Σεβαστή, τριγύρω απ᾽ το βωμό σου όταν έπαιξε η κιθάρα
χορέψανε, και το χορό τον έσερνε ο Θησέας.
Και από τότε για παντοτινά, ως ιερά αναθήματα στο Φοίβο, με τη θεωρίδα
315οι Κεκροπίδες στέλνουνε του πλοίου εκείνου (του Θησέα) την αρματωσιά
Αστερία πολύβωμη, με τις πολλές τις προσευχές, ποιός ναύτης
ποιός έμπορος του Αιγαίου σε προσπερνάει (αδιάφορος) με πλοίο τρεχάμενο;
Όχι, ποτέ οι άνεμοι δεν τονε σπρώχνουν τόσο δυνατά,
ούτε η ανάγκη κάνει γρήγορο τον πλου του ώστε τα πανιά
320να μη βιαστεί να τα διπλώσει και στο καράβι του μην μπει ξανά,
αν πρώτα γύρω από το μέγα σου βωμό στροφή δεν κάνει
μαστιγωμένος δυνατά, και δεν πιάσει στα δόντια του αγνό βλαστάρι ελιάς,
πίσω τα χέρια του έχοντας, παιγνίδια που η Δηλιάδα βρήκε νύμφη
για να γελά ο Απόλλωνας σαν ήτανε παιδάκι.
325Εστία των νησιών, καλοεστία, χαίρε κι εσύ
κι ο Απόλλωνας κι᾽ αυτή που γέννησε η Λητώ.