275Γι᾽ αυτό από τότε είσαι ανάμεσα στις νήσους ιερή
και σ᾽ ονομάζουνε του Απόλλωνα τροφό. Πάνω σου μήτε η Ενυώ
μήτε ο Άδης, μήτε τ᾽ άλογα του Άρη περπατούν.
Αλλά σ᾽ εσένα δεκατιές ετήσιες από τους πρωτωρίμαστους καρπούς
θα στέλνονται, κι όλες οι πόλεις θα σου στήνουνε χορούς,
280κι εκείνες που ᾽ναι στην ανατολή κι αυτές που ᾽ναι στη δύση, κι όσες ανάμεσά τους
έχουν στηθεί, και οι λαοί όπου στη βόρεια θάλασσα
έχουν τις κατοικίες τους, πανάρχαια γένη.
Εκείνοι τα καλάμια και τα ιερά δεμάτια πρώτοι
σου φέρνουν των σταχυών. Απ᾽ τη Δωδώνη οι Πελασγοί,
285στης μακρινής τους διαδρομής το τέλος σού τα φέρνουν πρώτοι απ᾽ όλους,
αυτοί που έχουν κλίνη τους τη γη, του ασίγαστου του λέβητα οι υπηρέτες.
Μια δεύτερη αποστολή (με δώρα) από το Ιερόν άστυ και τα όρη της Μηλίδας γης
φτάνει. Και διαπλέουν από εκεί στους Άβαντες,
στο εύφορο Ληλάντιο πεδίο. Από εκεί μακρύς δεν είναι
290ο πλους από την Εύβοια. Οι όρμοι οι γειτονικοί είναι κοντά σου.
Απ᾽ τους ξανθούς Αριμασπούς οι πρώτοι που σου φέραν δώρα
ήταν η Ούπις, η Λοξώ και η καλόχρονη Εκάεργη,
θυγατέρες του Βορέα, και μαζί τους οι πιο άξιοι από τους νέους.
Όλοι αυτοί δεν ξαναγύρισαν στους τόπους τους,
295και έγιναν καλόμοιρες και δοξασμένες οι παρθένες.
Οι Δηλιάδες, όταν ο εύηχος σκοπός του υμεναίου
των κοριτσιών αναστατώνει τις ψυχές, την χαίτη των μαλλιών τους
σου αφιερώνουν την παρθενική, ενώ τ᾽ αγόρια τον ανθό από το πρώτο χνούδι τους
σεβαστικά και αυτά σου τον προσφέρουν.
300Αστερία μοσχοβολισμένη από λιβανωτούς, γύρω σου τα νησιά
έκαμαν κύκλο και σε κλείσανε ωσάν χορός.
Ποτέ δεν σ᾽ είδε σιωπηλή κι αθόρυβη ο σγουρομάλλης
ο Έσπερος, μα πάντοτε σε βλέπει από βοή γεμάτη.
Και σιγοτραγουδούν τ᾽ αγόρια τον ύμνο του Λύκιου γέροντα,
305που απ᾽ την Ξάνθον έφερε ο Ωλήν ο μάντης,
ενώ οι κοπέλες χορεύοντας κτυπάνε με το πόδι τ᾽ ασάλευτο έδαφος.
Και τότες από στέφανα σκεπάζεται το άγαλμα το ιερό
της αρχαίας Κύπριδας το ξακουσμένο, που ο Θησέας κάποτε
το έστησε με τα παιδιά σαν γύρισεν από την Κρήτη,
310όταν το άθλιο μούγκρισμα του άγριου γιου ξεφύγανε
της Πασιφάης, και το φοβερόν ανάκτορο του μπερδεμένου λαβυρίνθου,
κι ω Σεβαστή, τριγύρω απ᾽ το βωμό σου όταν έπαιξε η κιθάρα
χορέψανε, και το χορό τον έσερνε ο Θησέας.
Και από τότε για παντοτινά, ως ιερά αναθήματα στο Φοίβο, με τη θεωρίδα
315οι Κεκροπίδες στέλνουνε του πλοίου εκείνου (του Θησέα) την αρματωσιά
Αστερία πολύβωμη, με τις πολλές τις προσευχές, ποιός ναύτης
ποιός έμπορος του Αιγαίου σε προσπερνάει (αδιάφορος) με πλοίο τρεχάμενο;
Όχι, ποτέ οι άνεμοι δεν τονε σπρώχνουν τόσο δυνατά,
ούτε η ανάγκη κάνει γρήγορο τον πλου του ώστε τα πανιά
320να μη βιαστεί να τα διπλώσει και στο καράβι του μην μπει ξανά,
αν πρώτα γύρω από το μέγα σου βωμό στροφή δεν κάνει
μαστιγωμένος δυνατά, και δεν πιάσει στα δόντια του αγνό βλαστάρι ελιάς,
πίσω τα χέρια του έχοντας, παιγνίδια που η Δηλιάδα βρήκε νύμφη
για να γελά ο Απόλλωνας σαν ήτανε παιδάκι.
325Εστία των νησιών, καλοεστία, χαίρε κι εσύ
κι ο Απόλλωνας κι᾽ αυτή που γέννησε η Λητώ.
|