ΓΕΤ. Δεν πήρατε μαζί το καζανάκι;
Εσείς, μωρέ, είστε τύφλα στο μεθύσι.
Και τώρα τί θα γίνει; Ανάγκη πάσα
του θεού τους γειτόνους να ενοχλήσω.
Πηγαίνει, χτυπά την πόρτα του Κνήμωνα και φωνάζει και το θυρωρό.
Μικρέ! (Μέσα του) Μά τους θεούς, πιο σιχαμένες
460δουλίτσες πουθενά δεν βρίσκονται άλλες.—
(Δυνατά) Παιδιά! (Μέσα του) Δεν ξέρουν τίποτ᾽ άλλο, μόνο
να ξαπλώνονται χάμω… (Δυνατά) Ε ωραία αγόρια,
ανοίχτε. (Μέσα του) Κι αν τις δει κανείς, να βγάζουν
και γλώσσα. (Δυνατά) Εέ, μικρέ! — Μα τί κακό ᾽ναι
τούτο, καλέ; — Παιδιά, παιδιά! — Δεν είναι
μέσα κανείς; — Μα νά, σιμώνει κάποιος.
ΚΝΗ., προβάλλοντας στην πόρτα του, απειλητικός
Γιατί χτυπάς την πόρτα μου, βρε αχρείε;
ΓΕΤ. Μη με δαγκώσεις. ΚΝΗ. Μόνο να δαγκώσω;
Ζωντανό, μά το Δία, θα σε μασήσω.
ΓΕΤ. Στους θεούς σ᾽ εξορκίζω, μην το κάμεις.
ΚΝΗ. Γιατί να μην το κάμω, βρε θεομπαίχτη;
470Ομόλογο μη σου ᾽χω εγώ υπογράψει;
ΓΕΤ. Ομόλογο όχι. Εγώ ήρθα δω σ᾽ εσένα,
όχι κανένα χρέος για ν᾽ απαιτήσω
ούτε με συνοδεία χωροφυλάκων,
μόνο ένα καζανάκι να γυρέψω.
ΚΝΗ. Τί; Καζανάκι; ΓΕΤ. Καζανάκι. ΚΝΗ. Βόδια
λες πως θυσιάζω εγώ, μωρέ αργασμένο
τομάρι; Αυτά που κάνετε εσείς κάνω;
ΓΕΤ. (μέσα του) Ούτ᾽ ένα σαλιγκάρι δε θα δίνεις.
Δυνατά.
Αφεντικό, σ᾽ αφήνω γεια. Οι κυράδες
με πρόσταξαν την πόρτα να χτυπήσω
και να ζητήσω ένα μικρό καζάνι.
Το ᾽καμα. Δεν υπάρχει; Ωραία. Γυρίζω
να τους το πω.
Ξαναμπαίνοντας στο ιερό· μέσα του.
Τρισέβαστοι θεοί μου,
480οχιά σωστή είναι τούτος ο ασπρομάλλης.
ΚΝΗ. Αιμοβόρικα αγρίμια! Ολόισια πάνε
και σου χτυπούνε, σα να σ᾽ έχουν φίλο.
Στην πόρτα μου κανένα τους ας πιάσω,
κι αν δεν τον κάμω να τον έχουν όλοι
οι γύρω για παράδειγμα, ας με πούνε
πως είμαι ένας κοινός θνητός σαν όλους.
Ετούτος που ήρθε τώρα, όποιος και να ᾽ταν,
φτηνά μου ᾽χει γλιτώσει· πώς, δεν ξέρω!
|