Έτσι είπε. Μα ο Κύκνος που καλό κρατά κοντάρι
τον Ηρακλή δεν ήθελε ν᾽ ακούσει και τ᾽ άλογα που τ᾽ άρμα σέρνουν να κρατήσει.
370Τότε απ᾽ τα καλόπλεχτα άρματα πήδησαν ξανά στη γη,
του Δία του μεγάλου ο γιος και το παιδί του βασιλιά Ενυάλιου.
Οι ηνίοχοι οδήγησαν κοντά τα καλλίτριχα άλογα.
Καθώς ορμούσαν, βρόνταγε η γη πλατιά κάτω απ᾽ τα πόδια τους.
Όπως όταν από ψηλή κορφή βουνού μεγάλου
πέτρες αποκολλούνται και η μια πάνω στην άλλη πέφτουν,
και πλήθος οι ψηλόκορφες βελανιδιές, πλήθος τα πεύκα
κι οι λεύκες οι βαθύρριζες σπάνε απ᾽ αυτές,
καθώς γοργά κυλάνε, μέχρι να φτάσουνε στον κάμπο,
έτσι ο ένας πάνω στον άλλο έπεσαν με δυνατές κραυγές.
380Των Μυρμιδόνων η πόλη ολόκληρη και η ξακουστή Ιωλκός,
η Άρνη, η Ελίκη και η χλοερή η Άνθεια,
απ᾽ τη φωνή των δυο αντηχούσαν δυνατά. Μ᾽ άφατο
αλαλαγμό συγκρούστηκαν. Βρόντησε δυνατά ο Δίας ο συνετός,
[κι έριξε απ᾽ τον ουρανό στάλες αιμάτινες,]
σημάδι του πολέμου δίνοντας στο γιο που ᾽χε μέγα θάρρος.
Όπως μες στα φαράγγια του βουνού κάπρος με χαυλιόδοντες
—δύσκολο να τον δεις— μες στην καρδιά του μάχη θέλει
με άντρες κυνηγούς, και τα λευκά τα δόντια του ακονίζει
κυρτωμένος, και στάζει γύρω απ᾽ το στόμα του αφρός
390καθώς τα δόντια τρίζει, και μοιάζουνε τα μάτια του μ᾽ αστραφτερή φωτιά
κι αναριγά μ᾽ ορθές τις τρίχες του στη χαίτη και το σβέρκο,
ίδια μ᾽ αυτόν κι ο γιος τού Δία πήδησε απ᾽ τ᾽ άρμα των αλόγων.
Την εποχή που καθισμένο σε χλωρό κλαρί σταχτόφτερο τζιτζίκι
με το τετέρισμα αρχινά να τραγουδά το θέρος στους ανθρώπους
—έχει για φαγητό και για πιοτό την απαλή δροσιά αυτό—
κι όλη τη μέρα απ᾽ την αυγή το άσμα του σκορπάει
μέσα στην κάψα τη φριχτότερη, όταν ο Σείριος το δέρμα το ξεραίνει,
τότε [και τ᾽ άγανα γίνονται γύρω στα κεχριά,
που σπέρνονται το καλοκαίρι, κι οι αγουρίδες χρώμα αλλάζουν,
400που ο Διόνυσος τις έδωσε χαρά και άχθος στους ανθρώπους.
Αυτήν την εποχή] πολέμαγαν κι ορυμαγδό σηκώνανε πολύ.
|