Όπως της μίλησε, βόγγηξε η καλή τροφός Ευρύκλεια θρηνώντας,
κι ολοφυρόμενη αποκρίθηκε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πώς πέρασε, παιδί μου, από τον νου σου τέτοια σκέψη;
πώς το στοχάστηκες στην άλλη άκρη να βρεθείς,
μοναχογιός εσύ μονάκριβος; Εκείνος πάει, χάθηκε,
σε ξένα μέρη κι άγνωστα, βλαστός του Δία ο Οδυσσέας.
Είναι κι αυτοί που, μόλις φύγεις, πίσω σου το κακό σου θα σκεφτούν·
πώς με τον δόλο τους θα χαλαστείς, για να μοιράσουν
μεταξύ τους όλα τ᾽ αγαθά σου.
Μείνε λοιπόν εδώ, με τα καλά σου· κανένας λόγος
δεν συντρέχει να κακοπάθεις και να παραδέρνεσαι
370πέρα στα ακάρπιστα πελάγη.»
Αλλά κι ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της ανταπάντησε:
«Νένα μου, θάρρος. Η απόφασή μου είναι θέλημα θεού.
Μόνο ορκίσου, μην της το φανερώσεις της καλής μου μάνας,
προτού περάσουν μέρες έντεκα και φτάσει η δωδεκάτη,
εκτός κι αν μόνη της το μάθει πως της έλειψα και με ποθήσει.
Για να μην κλαίει και χαλνά τ᾽ όμορφο πρόσωπό της.»
Έτσι της μίλησε, κι ορκίστηκε η γερόντισσα τον μέγαν όρκον των θεών.
Είπε και τέλειωσε τον όρκο της, κι ευθύς του γέμισε
τις στάμνες με κρασί, έβαλε και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα
380καλά σοφιλιασμένους. Τότε την άφησε ο Τηλέμαχος, τράβηξε
προς την αίθουσα, παρέα με τους μνηστήρες.
Στο μεταξύ κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε:
με τη μορφή του Τηλεμάχου τριγυρνούσε παντού μέσα στην πόλη,
και τον καθένα χωριστά σίμωνε κι εξηγούσε,
μόλις βραδιάσει με τους άλλους να βρεθεί μαζί στο γρήγορο καράβι.
Από τον γιο του Φρόνιου, τον ξακουστό Νοήμονα, γύρευε
το γοργό καράβι, κι αυτός το υποσχέθηκε με προθυμία μεγάλη.
Έδυσε ο ήλιος, έπεσε το σκοτάδι στους μεγάλους δρόμους·
τότε το γρήγορο σκαρί στη θάλασσα έσυρε, μ᾽ όλα τα ξάρτια
390πάνω του, όσα φορούν τα καλοκούβερτα καράβια.
Μετά στην πέρα άκρη το ᾽δεσε του λιμανιού, όπου
και συγκεντρώθηκαν οι σύντροφοι, όλοι μαζί και διαλεχτοί —
εκείνη τον καθένα τους παρότρυνε.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε:
ξεκίνησε και πήγε στο παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα,
όπου και στάλαξε στα μάτια των μνηστήρων
ύπνο γλυκό· την ώρα που έπιναν τους παραζάλισε,
κι οι κούπες του κρασιού τούς φύγαν απ᾽ τα χέρια.
Αμέσως κίνησαν να κοιμηθούν, σκορπίστηκαν στην πόλη,
άλλο δεν έμειναν εκεί, γιατί τους έκλεινε τα μάτια η νύστα.
Στράφηκε τότε στον Τηλέμαχο, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
400έξω τον φώναξε απ᾽ το καλοχτισμένο του παλάτι —
μοιάζοντας τώρα με τον Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή:
«Τηλέμαχε, πανέτοιμοι οι σύντροφοί σου πια,
κάθονται στα κουπιά, την προσταγή σου περιμένουν·
πάμε λοιπόν, ας μη βραδύνει κι άλλο ο δρόμος μας.»
|