Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (490-525)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. νῦν καταστροφαὶ νέων [στρ. α] 490
θεσμίων, εἰ κρατή-
σει δίκα ‹τε› καὶ βλάβα
τοῦδε μητροκτόνου.
πάντας ἤδη τόδ᾽ ἔργον εὐχερεί-
495 ᾳ συναρμόσει βροτούς.
πολλὰ δ᾽ ἔτυμα παιδότρωτα
πάθεα προσμένει τοκεῦ-
σιν μεταῦθις ἐν χρόνῳ.

οὐδὲ γὰρ βροτοσκόπων [ἀντ. α]
500 μαινάδων τῶνδ᾽ ἐφέρ-
ψει κότος τις ἐργμάτων·
πάντ᾽ ἐφήσω μόρον.
πεύσεται δ᾽ ἄλλος ἄλλοθεν, προφω-
νῶν τὰ τῶν πέλας κακά,
505 λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχθων,
ἄκεά τ᾽ οὐ βέβαια τλά-
μων [δέ τις] μάταν παρηγορεῖ.

μηδέ τις κικλῃσκέτω [στρ. β]
ξυμφορᾷ τετυμμένος,
510 τοῦτ᾽ ἔπος θροούμενος,
Ὦ Δίκα,
ὦ θρόνοι τ᾽ Ἐρινύων.
ταῦτά τις τάχ᾽ ἂν πατὴρ
ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς
515 οἶκτον οἰκτίσαιτ᾽, ἐπει-
δὴ πίτνει δόμος δίκας.

ἔσθ᾽ ὅπου τὸ δεινὸν εὖ [ἀντ. β]
καὶ φρενῶν ἐπίσκοπον
δεῖ μένειν καθήμενον·
520 ξυμφέρει
σωφρονεῖν ὑπὸ στένει.
τίς δὲ μηδὲν ἐν φάει
καρδίας ἀνὴρ τρέμων
ἢ πόλις βροτῶν ὁμοί-
525 ως ἔτ᾽ ἂν σέβοι δίκαν;


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
490Τώρ᾽ άνω κάτω θα γενεί
μ᾽ αυτούς τους νέους θεσμούς,
αν του φονιά της μάνας του
η δίκη και το κρίμα θα νικήσει·
τώρα το χέρι πιο εύκολο
θενά ᾽χουν όλ᾽ οι άνθρωποι,
τώρα απ᾽ εδώ και μπρος πολλές
στ᾽ αλήθεια φονικές πληγές
προσμένουν τους γονιούς απ᾽ τα παιδιά τους.

Γιατ᾽ ούτ᾽ εμάς τις Σκύλες πια
500τις εκδικήτρες θα τραβά
οργή καμιά για τα έργ᾽ αυτά,
μα ελεύτερο θ᾽ αφήνω κάθε φόνο,
κι ο ένας τον άλλο θα ρωτούν,
ενώ τα πάθη θα ιστορούν
του διπλανού: πού το κακό
θενα σταθεί; μα ο ίδιος παθός
μάταια παρηγοριά και γιατρειά δίνει.

Κι ας μη δέρνεται κανείς
σαν τον έβρ᾽ η κακιά ώρα
510τέτοιες βάζοντας φωνές:
Πού είσαι δίκη,
πού των Ερινύων θρόνος;
Τέτοιους θρήνους στεναχτά
ένας πατέρας θα σκορπά
ή μια μάνα νιόπαθη,
γιατ᾽ ο πύργος ο ψηλός
της Δίκης πέφτει ένας σωρός.

Κάπου ο φόβος είν᾽ καλός
και να μένει καθισμένος
πρέπει μες στο νου φρουρός·
520πάντ᾽ αξίζει
η γνώση και με το στανιό·
γιατί ποιός μες στην καρδιά
σα δε θρέφει φόβου σκιά,
είτε πόλη είτ᾽ άνθρωπος
σέβεται τη δίκη πια;