ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
Βασιλέα των βασιλέων,
μακαρίων μακαριώτατε
και μες σ᾽ όλες πανυπέρτατη εξουσία,
κλίνε προς τη δέησή μας, όλβιε Δία·
μάκρυν᾽ από τη γενιά σου
των αντρών την άθεη βία
και σημάδι της ολόδικης οργής σου,
530τη μαυρόπλωρη Κατάρα
καταπόντισε στα βάθη της αβύσσου.
Επίβλεψέ μας τις αδύνατες γυναίκες,
που η αρχαία κοσμολόγητη γενιά μας
έχει πρόγονο γυναίκ᾽ αγαπητή σου·
της Ιώς το χεροχάιδεμα θυμήσου
και κάμε ο λόγος ν᾽ αναζήσει
της άμετρής σου αγαθοσύνης και μαζί μας,
που καυχιόμαστε από σένα
κι απ᾽ αυτήν εδώ τη χώρα
πως κρατά η καταγωγή μας.
Και νά τώρα στα παλιά ξαναφερμένη
της μητέρας μου τα χνάρια,
βοσκοτόπια της τ᾽ ανθόσπαρτα
και βαθύχορτα λιβάδια,
που απ᾽ εδώθ᾽ έναν καιρό οιστροκεντημένη
540φεύγ᾽ η Ιώ φρενοπαρμένη
χώρες πίσω της αφήνοντας κι ανθρώπους
κι αφού σκίζει το Στενό το φουσκοκύματο,
όπως το ᾽θελεν η μοίρα, βάζει σύνορο
στους αντίπορους τους τόπους.
Κι έτσι χύνεται στις χώρες της Ασίας,
στη Φρυγία την προβατόθροφη διαβαίνει
κι απ᾽ του Τεύθραντα την πόλη της Μυσίας
550στις κοιλάδες της Λυδίας κατεβαίνει
και περνώντας των Κιλίκων
και Παμφύλων τα βουνά,
και ποτάμια με τ᾽ αστείρευτα νερά
και τη γη τη πλουτοφόρα
ξακουστή της Αφροδίτης
με άφθονα σιτάρια χώρα,
Φτάνει πάντ᾽ απ᾽ το σουβλί τριβελισμένη
του φτερωτού βοϊδολάτη
στην αγία την παντοθρόφα την κοιλάδα,
στο χιονοβόσκητο λιβάδι,
560που το δέρνει του Τυφώνα η άγρια αψάδα,
και στου Νείλου τα νερά,
οπού αρρώστια δεν τα πιάνει,
τρελαμένη απ᾽ την άθλιά της συμφορά
σα Μαινάδα από της Ήρας
τα φαρμακόχριστα κεντριά.
Κι όσοι τότε αυτά τα μέρη κατοικούσαν,
χλωμός φόβος είχε κόψει
το αίμα τους μες την καρδιά τους, που θωρούσαν
την ασυνήθιστη την όψη
το ξορκισμένο το ζωντίμι τ᾽ ανθρωπόσμιχτο,
μισό γυναίκα, μισό βόδι,
570και στο τέρας στέκαν μπρος αλαλιασμένοι.
— Μα ποιός τότε ήταν που γήτεψε
την τρισάθλια πολυπλάνητην Ιώ
την οιστροδαιμονισμένη;
|