ΙΠΠ. Ω Δία, γιατί στου Ηλιού το φως να φέρεις
τις γυναίκες, τα δολερά τα πλάσματα,
των αντρώνε τον όλεθρο; Αν να σπείρεις
το ανθρώπινο το γένος εβουλήθης,
δεν έπρεπε να το γεννάει γυναίκα,
620μα δίνοντας καθένας στους ναούς σου
γιά μάλαμα γιά σίδερο γιά χάλκωμα,
το σπόρο των παιδιών του ν᾽ αγοράζει
ανάλογα μ᾽ ό,τι πληρώνει — κι έτσι
στο σπιτικό του λεύτερος να ζει,
με δίχως θηλυκά. Δε θέλει ρώτημα
πως η γυναίκα είναι κακό μεγάλο:
ο γονιός τη γεννάει, τη μεγαλώνει
κι ύστερα δίνει προίκα να την διώξει,
να γλιτώσει. Κι αυτός που τηνε παίρνει
630φύτρα κακιά στο σπιτικό του βάζει,
την ομορφοστολίζει να τη χαίρεται,
ξοδιάζοντας όλο το βιος του ο μαύρος.
Κάλλιο κουτή γυναίκα να σου λάχει,
που δεν μπορεί να βλάψει από αμυαλιά.
640Μισώ τις ξύπνιες! Δεν τις θέλω σπίτι μου,
σαν έχουνε μυαλό παραπανίσιο.
Σ᾽ αυτωνώνε τη σκέψη μπάζ᾽ η Κύπρη
τα πιο κακούργα σκέδια. Μα οι κουτές
από μυαλό λειψό, δεν κάνουν τρέλες.
Μηδέ θα πρέπει να ᾽χουν οι γυναίκες
βάγιες παρά μ᾽ αγρίμια δαγκανιάρικα
κι άγλωσσα να συζούνε: μάιδε αυτές
να τους μιλούν και μάιδε αυτά να κραίνουν.
Τώρα οι κακές γυναίκες μες στο δώμα
σοφίζονται τα πονηρά τους έργα
650κι όξω τα βγάζ᾽ η μπιστεμένη δούλα.
(στη νένα)
Τώρα εσύ, κακοκέφαλη γυναίκα,
τόλμησες να μου κάνεις προξενιά,
να μολύνω το πατρικό κρεβάτι;
Με βρυσίσιο νεράκι θα ξεπλύνω
τ᾽ αυτιά μου, για να βγάλω τη βρομιά!
Πώς θα ᾽κανα τέτοι᾽ ατιμία εγώ,
που μόνο ακούγοντάς την αμαρταίνω;
Μάθε, γυναίκα, η θεοσέβειά μου
σ᾽ έσωσεν. Αν δε μ᾽ είχες δέσει με όρκο,
όλα θα τα μαρτύραα στον πατέρα μου.
Τώρα λείπει ο Θησέας, γι᾽ αυτό κι εγώ
660θα φύγω από το σπίτι με το στόμα
βουλωμένο. Μα σαν γυρίσω πίσω,
με τον πατέρ᾽ αντάμα, θε να ιδώ
τί μάτια θα σηκώσετε και συ
κι η αφέντισσά σου πάνου στον πατέρα!
Τη δικιά σου ξετσιπωσιά την έμαθα!
Να χαθείτε, ποτές δε θα χορτάσω
να σας μισώ, γυναίκες, κι ας βαλτούνε
να μ᾽ εμποδίσουν όλοι να το λέω!
Γιατί οι γυναίκες πάντα είναι κακές!
Γιά πρέπει κάποιος να τις σωφρονίσει
γιά αφήστε με κι εμένα ναν τις μάχομαι!
|