ΟΡΕ. Πυλάδη, έχεις κι εσύ την ίδια σκέψη;
ΠΥΛ. Όπως ρωτάς δεν ξέρω ν᾽ απαντήσω.
660ΟΡΕ. Ποιά να ᾽ναι η νέα; Σαν καθαυτό Ελληνίδα
μας ρώταε για τον πόλεμο της Τροίας,
για των Αχαιών το γυρισμό, το μάντη
τον Κάλχα και τον ένδοξο Αχιλλέα·
πώς πόνεσε το δύστυχο Αγαμέμνονα!
Ρώταε για τη γυναίκα, τα παιδιά του.
Αργίτισσα είναι, κείθε θα βαστάει·
αλλιώς, γραφή δε θα ᾽στελνε ούτε τόσα
θα ζητούσε να μάθει, ως να κρεμόταν
από την τύχη του Άργους και η δική της.
ΠΥΛ. Με πρόλαβες· να πω σκεφτόμουν τα ίδια,
670εξόν ένα: όσοι σμίγουνε με κόσμο,
μαθαίνουνε τα νέα των βασιλιάδων.
Κάτι άλλο σκέφτομαι όμως. ΟΡΕ. Τί; Όταν κι άλλος
τ᾽ ακούσει, πιο καλά θα βρεις τη λύση.
ΠΥΛ. Ντροπή να ζήσω, όταν εσύ πεθάνεις·
μαζί σου στο ταξίδι, πρέπει νά ᾽ρθω
μαζί σου και στον Άδη. Αλλιώς, και στο Άργος
και μες στην πολυχάραδρη Φωκίδα
άναντρο και δειλό θα με νομίσουν·
θα κρίνουν οι πολλοί ‒γιατί είναι κιόλας
πολλοί οι δειλοί‒ πως γλίτωσα και μόνος
γύρισα πίσω, αφού σε πρόδωσα· ίσως
πως, βλέποντας τα πάθια του σπιτιού σας,
680σου ᾽στησα ενέδρα, σου ᾽σκαψα το λάκκο,
το θρόνο για να πάρω εγώ, σαν άντρας
της αδερφής σου, μόνης κληρονόμας.
Αυτά φοβούμαι, αυτά ντροπή μού φέρνουν,
κι αδύνατο να μη σ᾽ ακολουθήσω
στη σφαγή, στη θανή, στο κάψιμο σου,
σα φίλος. κι από φόβο κατηγόριας.
|