ΗΡΑ. Πετάτε ευθύς απ᾽ τα κεφάλια σας τα τούλια
και ξαναϊδείτε το το φως! του Κάτου Κόσμου
το σκότος πήρεν αλλαγήν ευτυχισμένη.
Κι εγώ, γιατί δουλειά δική μου είναι αυτό τώρα,
πρώτο θα πάγω να γκρεμίσω το παλάτι
των καινούργιων βασιλιάδων, και το κεφάλι
το ανόσιο τους στους σκύλους θα πετάξω κι όσους
Καδμείους εχθρούς τούς βρω, από με ευεργετημένους,
570με το καλλίνικό μου αυτό όπλο θα υποτάξω·
και με βέλη φτερωτά τούς άλλους σκορπώντας,
τον Ισμηνό από σκοτωμένους θα γεμίσω
και το λευκό θα ματωθεί ρέμα της Δίρκης.
Γιατί για ποιόν να πολεμήσω εγώ άλλον πρέπει
απ᾽ τη γυναίκα, τα παιδιά και τον πατέρα;
Αλλιώς οι αγώνες μου όλοι ως τώρα μάταιοι ήσαν!
Και πρέπει εγώ γι᾽ αυτούς, καθώς κι αυτοί για μένα,
να σκοτωθώ βοηθώντας· ή πώς καλό είναι ότι
με την ύδρα πολέμησα και το λιοντάρι,
580γιατί έτσι μ᾽ έστειλε ο Ευρυσθέας, και τα παιδιά μου
να μην τα σώζω απ᾽ τον θάνατο; Πια δεν θα πρέπει
καλλίνικο Ηρακλή, σαν πρώτα, να με λένε.
ΧΟΡ. Δίκιο οι γονοί τα τέκνα τους ναν τα βοηθάνε
και τον γέρο πατέρα τους και τη γυναίκα.
ΑΜΦ. Στο χέρι σου είναι φίλος να ᾽σαι εσύ των φίλων
και τους εχθρούς σου να μισείς· αλλά μη βιάζου!
ΗΡΑ. Και τί βιάζομαι πιότερον απ᾽ όσο πρέπει;
ΑΜΦ. Πολλούς φτωχούς, όμως στα λόγια πλούσιους, έχει
συμμάχους του ο νιος βασιλιάς, που αυτοί έχουν κάμει
590τη στάση και κατάστρεψαν αυτή την πόλη
τους άλλους για να κλέψουνε, και στο παλάτι
όλα από ακαματιά ξοδεύτηκαν και πάνε.
Σε είδαν σαν έμπαινες στην πόλη, γι᾽ αυτό κοίτα
μη στους εχθρούς σου μαζεμένους ξάφνω πέσεις!
ΗΡΑ. Αν μ᾽ είδεν όλ᾽ η πόλη διόλου δεν με μέλει·
μα επειδή κάποιο πουλί κακοσήμαδο είδα,
ένιωσα πως συμφορά έπεσε στο παλάτι·
ώστε από πρόβλεψη κρυφά μπήκα στη χώρα.
|