ΓΕΡ. Κυρά, κόρη μου Ηλέκτρα, παρακάλα τους θεούς.
ΗΛΕ. Για ποιούς; Για τους εδώ ή γι᾽ αυτούς που λείπουν;
ΓΕΡ. Θεόσταλτο να λάβεις θησαυρό σου.
ΗΛΕ. Νά, τους θεούς παρακαλώ. Μα τί λες, γέρο;
ΓΕΡ. Κοίταξε τον αγαπημένο σου, παιδί μου.
ΗΛΕ. Ώρα τον βλέπω· μη δεν έχεις πια τον νου σου;
ΓΕΡ. Δεν έχω νου, τ᾽ αδέρφι σου θωρώντας;
570ΗΛΕ. Τί λόγο ανέλπιστο είπες, γέρο;
ΓΕΡ. Πως βλέπω τον Ορέστη, ετούτον.
ΗΛΕ. Και τί σημάδι του είδες, να πιστέψω;
ΓΕΡ. Στο φρύδι του ένα σκίσιμο που επήρε
σαν έπεσε, μαζί σου κυνηγώντας,
στο πατρικό παλάτι ένα αλαφάκι.
ΗΛΕ. Τί λες; Ναι, βλέπω εκείνο το σημάδι.
ΓΕΡ. Στην αγκαλιά του αγαπημένου αργείς να πέσεις;
ΗΛΕ. Μα τώρα, γέρο, δεν αργώ· η καρδιά μου
γνώρισε τα σημάδια που της δείχνεις.
Ω! εσύ που ᾽κανες τόσα χρόνια να ᾽ρθεις,
σε σφίγγω ανέλπιστα στην αγκαλιά μου.
ΟΡΕ. Κι εγώ μετά από χρόνια σ᾽ αγκαλιάζω.
ΗΛΕ. Ποτέ δεν το ᾽βαλεν ο νους μου.
580ΟΡΕ. Ούτε κι εγώ ποτέ μου το ᾽χα ελπίσει.
ΗΛΕ. Εσύ ᾽σαι εκείνος;
ΟΡΕ. Ο μόνος σου βοηθός, άμα πετύχουν
τα δίχτυα βέβαια που πασκίζω
να ρίξω… Είμαι σίγουρος, ειδάλλως
δεν πρέπει στους θεούς πια να πιστεύεις,
αν θα νικήσ᾽ η αδικία το δίκιο.
ΧΟΡ. Έφτασες, έφτασες, ημέρα
που τόσα χρόνια αργούσες.
Άστραψες κι έδειξες στη χώρα
σαν λαμπερό πυρσόν εκείνον
που ξαναγύρισε στα πατρικά του
παλάτια, από καιρούς εξορισμένος
και πολυπλάνητος. Θεός,
590ναι, θεός μάς φέρνει πάλι, φίλες,
τη νίκη. Εμπρός τα χέρια υψώστε,
σηκώστε τη φωνή, προσευχηθείτε
στους θεούς, για να μπει με το καλό,
κυρίαρχος στην πόλη ο αδερφός σου.
|