Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (675-746)


675ΦΕ. ὦ παῖ, τίν᾽ αὐχεῖς, πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα
κακοῖς ἐλαύνειν ἀργυρώνητον σέθεν;
οὐκ οἶσθα Θεσσαλόν με κἀπὸ Θεσσαλοῦ
πατρὸς γεγῶτα γνησίως ἐλεύθερον;
ἄγαν ὑβρίζεις, καὶ νεανίας λόγους
680ῥίπτων ἐς ἡμᾶς οὐ βαλὼν οὕτως ἄπει.
ἐγὼ δέ σ᾽ οἴκων δεσπότην ἐγεινάμην
κἄθρεψ᾽, ὀφείλω δ᾽ οὐχ ὑπερθνῄσκειν σέθεν·
οὐ γὰρ πατρῷον τόνδ᾽ ἐδεξάμην νόμον,
παίδων προθνῄσκειν πατέρας, οὐδ᾽ Ἑλληνικόν.
685σαυτῷ γὰρ εἴτε δυστυχὴς εἴτ᾽ εὐτυχὴς
ἔφυς· ἃ δ᾽ ἡμῶν χρῆν σε τυγχάνειν, ἔχεις.
πολλῶν μὲν ἄρχεις, πολυπλέθρους δέ σοι γύας
λείψω· πατρὸς γὰρ ταὔτ᾽ ἐδεξάμην πάρα.
τί δῆτά σ᾽ ἠδίκηκα; τοῦ σ᾽ ἀποστερῶ;
690μὴ θνῇσχ᾽ ὑπὲρ τοῦδ᾽ ἀνδρός, οὐδ᾽ ἐγὼ πρὸ σοῦ.
χαίρεις ὁρῶν φῶς· πατέρα δ᾽ οὐ χαίρειν δοκεῖς;
ἦ μὴν πολύν γε τὸν κάτω λογίζομαι
χρόνον, τὸ δὲ ζῆν μικρόν, ἀλλ᾽ ὅμως γλυκύ.
σὺ γοῦν ἀναιδῶς διεμάχου τὸ μὴ θανεῖν,
695καὶ ζῇς παρελθὼν τὴν πεπρωμένην τύχην,
ταύτην κατακτάς· εἶτ᾽ ἐμὴν ἀψυχίαν
λέγεις, γυναικός, ὦ κάκισθ᾽, ἡσσημένος,
ἣ τοῦ καλοῦ σοῦ προύθανεν νεανίου;
σοφῶς δ᾽ ἐφηῦρες ὥστε μὴ θανεῖν ποτε,
700εἰ τὴν παροῦσαν κατθανεῖν πείσεις ἀεὶ
γυναῖχ᾽ ὑπὲρ σοῦ· κᾆτ᾽ ὀνειδίζεις φίλοις
τοῖς μὴ θέλουσι δρᾶν τάδ᾽, αὐτὸς ὢν κακός;
σίγα· νόμιζε δ᾽, εἰ σὺ τὴν σαυτοῦ φιλεῖς
ψυχήν, φιλεῖν ἅπαντας· εἰ δ᾽ ἡμᾶς κακῶς
705ἐρεῖς, ἀκούσει πολλὰ κοὐ ψευδῆ κακά.
ΧΟ. πλείω λέλεκται νῦν τε καὶ τὸ πρὶν κακά·
παῦσαι δέ, πρέσβυ, παῖδα σὸν κακορροθῶν.
ΑΔ. λέγ᾽, ὡς ἐμοῦ λέξαντος· εἰ δ᾽ ἀλγεῖς κλύων
τἀληθές, οὐ χρῆν σ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἐξαμαρτάνειν.
710ΦΕ. σοῦ δ᾽ ἂν προθνῄσκων μᾶλλον ἐξημάρτανον.
ΑΔ. ταὐτὸν γὰρ ἡβῶντ᾽ ἄνδρα καὶ πρέσβυν θανεῖν;
ΦΕ. ψυχῇ μιᾷ ζῆν, οὐ δυοῖν, ὀφείλομεν.
ΑΔ. καὶ μὴν Διός γε μείζονα ζῴης χρόνον.
ΦΕ. ἀρᾷ γονεῦσιν οὐδὲν ἔκδικον παθών;
715ΑΔ. μακροῦ βίου γὰρ ᾐσθόμην ἐρῶντά σε.
ΦΕ. ἀλλ᾽ οὐ σὺ νεκρόν γ᾽ ἀντὶ σοῦ τόνδ᾽ ἐκφέρεις;
ΑΔ. σημεῖα τῆς σῆς, ὦ κάκιστ᾽, ἀψυχίας.
ΦΕ. οὔτοι πρὸς ἡμῶν γ᾽ ὤλετ᾽· οὐκ ἐρεῖς τόδε.
ΑΔ. φεῦ·
εἴθ᾽ ἀνδρὸς ἔλθοις τοῦδέ γ᾽ ἐς χρείαν ποτέ.
720ΦΕ. μνήστευε πολλάς, ὡς θάνωσι πλείονες.
ΑΔ. σοὶ τοῦτ᾽ ὄνειδος· οὐ γὰρ ἤθελες θανεῖν.
ΦΕ. φίλον τὸ φέγγος τοῦτο τοῦ θεοῦ, φίλον.
ΑΔ. κακὸν τὸ λῆμα κοὐκ ἐν ἀνδράσιν τὸ σόν.
ΦΕ. οὐκ ἐγγελᾷς γέροντα βαστάζων νεκρόν.
725ΑΔ. θανῇ γε μέντοι δυσκλεής, ὅταν θάνῃς.
ΦΕ. κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι.
ΑΔ. φεῦ φεῦ· τὸ γῆρας ὡς ἀναιδείας πλέων.
ΦΕ. ἥδ᾽ οὐκ ἀναιδής· τήνδ᾽ ἐφηῦρες ἄφρονα.
ΑΔ. ἄπελθε κἀμὲ τόνδ᾽ ἔα θάψαι νεκρόν.
730ΦΕ. ἄπειμι· θάψεις δ᾽ αὐτὸς ὢν αὐτῆς φονεύς,
δίκας τε δώσεις σοῖσι κηδεσταῖς ἔτι.
ἦ τἄρ᾽ Ἄκαστος οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἐν ἀνδράσιν,
εἰ μή σ᾽ ἀδελφῆς αἷμα τιμωρήσεται.
ΑΔ. ἔρρων νυν, αὐτὸς χἡ ξυνοικήσασά σοι,
735ἄπαιδε παιδὸς ὄντος, ὥσπερ ἄξιοι,
γηράσκετ᾽· οὐ γὰρ τῷδ᾽ ἔτ᾽ ἐς ταὐτὸν στέγος
νεῖσθ᾽· εἰ δ᾽ ἀπειπεῖν χρῆν με κηρύκων ὕπο
τὴν σὴν πατρῴαν ἑστίαν, ἀπεῖπον ἄν.
ἡμεῖς δέ —τοὐν ποσὶν γὰρ οἰστέον κακόν—
740στείχωμεν, ὡς ἂν ἐν πυρᾷ θῶμεν νεκρόν.
ΧΟ. ἰὼ ἰώ. σχετλία τόλμης,
ὦ γενναία καὶ μέγ᾽ ἀρίστη,
χαῖρε· πρόφρων σε χθόνιός θ᾽ Ἑρμῆς
Ἅιδης τε δέχοιτ᾽. εἰ δέ τι κἀκεῖ
745πλέον ἔστ᾽ ἀγαθοῖς, τούτων μετέχουσ᾽
Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις.


ΦΕΡ. Ε γιε μου, ποιόν θαρρείς πως βρίζεις; Δούλο
Φρύγα ή Λυδό που αγοραστό τον έχεις;
Γιος γνήσιου Θεσσαλού πατέρα εγώ ᾽μαι
και Θεσσαλός ελεύθερος, να ξέρεις.
Παραείσαι αυθάδης· μη θαρρείς πως έτσι
680θ᾽ αφήσω εγώ τ᾽ ασύστολά σου λόγια.
Σ᾽ έκαμα και σ᾽ ανάθρεψα για αφέντη
του παλατιού, μα δε χρωστώ για σένα
και να πεθάνω· νόμο απ᾽ τους προγόνους
ούτε απ᾽ τους άλλους Έλληνες δε βρήκα
για τα παιδιά οι πατέρες να πεθαίνουν.
Με δική σου, καλή ή κακή, ήρθες τύχη
στον κόσμο εδώ. Από μένα τα ᾽χεις όλα
όσα έπρεπε· έχεις πλήθος υπηκόους,
και στρέμματα χωράφια θα σου αφήσω
πλήθος, απ᾽ τον πατέρα μου όσα βρήκα.
Πού σ᾽ αδίκησα; Τί δικό σου πήρα;
690Μην πεθαίνεις για με, ούτ᾽ εγώ για σένα.
Η ζωή σ᾽ αρέσει· του πατέρα σου όχι;
Πολύν καιρό θα ᾽ναι κανείς στον Άδη,
λίγο εδώ πάνω, μα η ζωή γλυκιά ᾽ναι.
Το θάνατο εσύ κοίταες ν᾽ αποφύγεις,
καλά και σώνει, κι έτσι ζεις ακόμα
πέρ᾽ απ᾽ το μέτρο που ᾽χε ορίσει η μοίρα,
θυσιάζοντας ετούτη εδώ. Κι εμένα
τολμάς να λες δειλό, που μια γυναίκα,
άναντρε, σε ξεπέρασε στην τόλμη
και πάει για σένα, τον ωραίο λεβέντη;
Με την έξυπνη τέχνη αυτή που βρήκες
700ποτέ δε θα πεθάνεις, αν εκείνη
που έχεις κάθε φορά γυναίκα πείθεις
το θάνατο στη θέση σου να παίρνει.
Κι έπειτα βρίζεις κείνους τους δικούς σου
που δεν κάνουν, δειλέ, το θέλημά σου.
Πάψε. Να ξέρεις ότι, αν τη ζωή σου
εσύ αγαπάς, την αγαπούνε κι οι άλλοι·
κι αν πεις κακό για μας, πολλά θ᾽ ακούσεις
κακά από μας που ψέματα δε θα ᾽ναι.
ΚΟΡ. Βρισιές, τώρα και πριν, πέρ᾽ απ᾽ το μέτρο·
πάψε το γιο σου, γέρο, να ξομπλιάζεις.
ΑΔΜ. Μίλα και θ᾽ απαντήσω· αν τσούζ᾽ η αλήθεια,
τόσο κακά σ᾽ εμένα ας μη φερνόσουν.
710ΦΕΡ. Χειρότερο, αν θα πέθαινα για σένα.
ΑΔΜ. Μα το ίδιο, να πεθάνει νιος ή γέρος;
ΦΕΡ. Χρέος μας να ζούμε για ένα, όχι για δύο.
ΑΔΜ. Ξεπέρασε λοιπόν το Δία στα χρόνια.
ΦΕΡ. Καταριέσαι γονιό που δε σου φταίει.
ΑΔΜ. Γιατί η μακροζωία πολύ σ᾽ αρέσει.
ΦΕΡ. Μα άλλος νεκρός δεν πάει αντίς για σένα;
ΑΔΜ. Ναι, απόδειξη της τόσης σου δειλίας.
ΦΕΡ. Δε θα μας πεις πως πέθανε για μένα.
ΑΔΜ. Άμποτε
να λάβεις την ανάγκη μου μια μέρα.
720ΦΕΡ. Παίρνε πολλές, να ᾽χεις πολλές να στέλνεις.
ΑΔΜ. Ντροπή για σε, που δείλιασες να φύγεις.
ΦΕΡ. Γλυκό ειν᾽ αυτό το φως το θείο της μέρας.
ΑΔΜ. Άναντρη και δειλή ειν᾽ η βούλησή σου.
ΦΕΡ. Δε βρήκες γέρο μπαίγνιο, να τον θάψεις.
ΑΔΜ. Κακονοματισμένος θα πεθάνεις.
ΦΕΡ. Σα δε θα ζω, δεν πάνε να με βρίζουν;
ΑΔΜ. Τα γερατειά σταλιά ντροπή δεν έχουν.
ΦΕΡ., δείχνοντας τη νεκρή.
Ετούτη είχε ντροπή, μυαλό δεν είχε.
ΑΔΜ. Μπρος! Φεύγα κι άφησέ με να τη θάψω.
730ΦΕΡ. Φεύγω. Θα θάψεις μια που είσ᾽ ο φονιάς της
και που θα δώσεις λόγο στη γενιά της.
Άντρας δε θα ᾽ναι ο Άκαστος, αν πίσω
της αδερφής του δε ζητήσει το αίμα.
Φεύγει με την ακολουθία του.
ΑΔΜ. Σύρε, κι όπως τ᾽ αξίζετε να ζείτε,
κι εσύ κι αυτή που σπίτι σου την έχεις,
δυο γέροι που έχουν γιο, μα που άκληροι είναι·
γιατί στη στέγη που είμαι δε θα μπείτε·
κι αν γινότανε κήρυκες να βάλω,
το πατρικό ν᾽ αποκηρύξω σπίτι,
θα το ᾽κανα.
Προς τους συνοδούς της κηδείας.
Εμείς τώρα, φίλοι, πάμε
—πρώτο μου χρέος ετούτη η συμφορά μου—
740την πεθαμένη στην πυρά να βάλουμε.
Η νεκρική πομπή και ο Χορός ξεκινούνε να φύγουν.
ΚΟΡ. Γενναιόψυχη, ασύγκριτη εσύ,
που αποτόλμησες πράξη βαριά, φοβερή,
στο καλό, στο καλό!
Και καλόκαρδο δέξιμο εκεί που θα πας
απ᾽ τον χθόνιον Ερμή κι απ᾽ τον Άδη να βρεις.
Κι αν με κάποια αγαθά ξεχωρίζουν εκεί
τους ενάρετους, άμποτε εσύ
να τα λάβεις, και πλάι στην κυρά
του Άδη να ᾽χεις το θρόνο σου πάντα.