Ίσως, καθώς σας λέω αυτά, σας φαίνομαι, όπως και πριν που μίλησα για τον οίκτο και τις ικεσίες, πως μιλώ με περηφάνια. Δεν είναι έτσι όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, αλλά όπως θα σας πω τώρα. Εγώ έχω την πεποίθηση πως θεληματικώς κανέναν άνθρωπο δεν αδίκησα, δεν μπορώ όμως να σας πείσω, γιατί πολύ λίγον καιρό μιλήσαμε μεταξύ μας, ενώ αν ήτανε και σε σας νόμος, όπως και σε άλλους λαούς, να μην αποφασίζετε για την ποινή του θανάτου σε μια ημέρα [37b] μονάχα αλλά σε πολλές, θα μπορούσατε να πεισθείτε· τώρα όμως δεν είναι εύκολο σε λίγο καιρό να πέσουν μεγάλες διαβολές. Ενώ λοιπόν εγώ έχω την πεποίθηση πως δεν αδικώ κανέναν, πολύ περισσότερο θ᾽ αδικήσω τον εαυτόν μου, πως είμαι άξιος να πάθω κάτι κακό, και μόνος μου να επιβάλω τέτοια ποινή στον εαυτό μου. Και από τί φόβο τάχα; Ή μήπως πάθω αυτό που ο Μέλητος με κρίνει άξιο να πάθω, και που εγώ λέω πως δεν ξέρω ούτε αν είναι καλό ούτε αν είναι κακό; και αντίς από τούτο, εγώ θα πάω να διαλέξω κάτι που ξέρω πως είναι κακό και να καταδικάσω τον εαυτό μου; [37c] Και τί ανάγκη να ζήσω στο δεσμωτήριο, σκλάβος στον καθένα που έρχεται στην εξουσία (των Ένδεκα); Ή να διαλέξω πρόστιμο και να είμαι δέσμιος ώσπου να το πληρώσω; Αλλ᾽ αυτό είναι το ίδιο σαν το πρώτο που σας έλεγα· γιατί χρήματα δεν έχω για να πληρώσω. Αλλά τί ποινή να διαλέξω; Εξορία; Γιατί ίσως τέτοια ποινή μπορούσατε να μου επιβάλετε. Θα ήμουν πολύ φιλόζωος, ω άνδρες Αθηναίοι, αν είχα την απερισκεψία να μην μπορώ να συλλογισθώ πως εσείς που είσαστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να υποφέρετε [37d] τη συναναστροφή μου και τα λόγια μου και σας φάνηκαν τόσο βαριά και ανυπόφορα πράγματα, ώστε να θέλετε να γλιτώσετε απ᾽ αυτά, και άλλοι θα τα υποφέρουν τόσο εύκολα. Κάθε άλλο, ω άνδρες Αθηναίοι. Ωραία θα ήτανε αλήθεια η ζωή μου να γυρίζω, τέτοιας ηλικίας άνθρωπος, από πολιτεία σε πολιτεία και να ζω διωγμένος από τόπο σε τόπο. Γιατί πολύ καλά το ξέρω πως, όπου κι αν πάω, οι νέοι θα τρέχουν να μ᾽ ακούνε όταν μιλώ, όπως κι εδώ πέρα. Και αν τους διώξω, τότε αυτοί οι ίδιοι θα μ᾽ εξορίσουν, πείθοντας τους γεροντότερους· [37e] κι αν δεν τους διώξω αυτούς, τότε για χάρη τους θα μ᾽ εξορίσουν οι πατέρες τους και οι δικοί τους. Ίσως λοιπόν θα πει κανένας: Δεν μπορείς λοιπόν, Σωκράτη, αφού φύγεις από δω, να ζήσεις μια ήσυχη ζωή; Αυτό δα είναι το δυσκολότερο να δώσω σε μερικούς από σας να το καταλάβουν. Γιατί αν πω πως αυτό το πράγμα είναι απείθεια στον θεό, και γι᾽ αυτό [38a] δεν μπορώ να ησυχάσω, δεν θα με πιστεύσετε, νομίζοντας πως αστειεύομαι· και αν πάλι σας πω πως αυτό είναι για τον άνθρωπο το μεγαλύτερο καλό, να μιλώ δηλαδή κάθε μέρα για την αρετή και για όλα τ᾽ άλλα που μ᾽ ακούτε συχνά να λέω και να εξετάζω τον εαυτό μου και τους άλλους, γιατί μια παραμελημένη ζωή δεν είναι ζωή για τον άνθρωπο, πολύ λιγότερο θα πιστεύσετε και τα λόγια μου αυτά. Και αυτά είναι έτσι όπως σας τα λέω εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν είναι όμως κι εύκολο να σας δώσω να τα καταλάβετε. Έπειτα εγώ δεν είμαι συνηθισμένος να νομίζω πως μου αξίζει να πάθω [38b] κανένα κακό. Αν είχα χρήματα, θα καταδίκαζα τον εαυτό μου σε χρηματικό πρόστιμο, σε όσα δηλαδή θα μπορούσα να πληρώσω, περίπου μια μναν ασημένια· σε τόσα κανονίζω εγώ το πρόστιμό μου. Ο Πλάτων όμως, αυτός εδώ, ω άνδρες Αθηναίοι, και ο Κρίτων και ο Κριτόβουλος και ο Απολλόδωρος μου παραγγέλλουν να δεχθώ τριάντα μνες με την εγγύησή τους· λοιπόν κανονίζω τώρα το πρόστιμό μου σε τόσα· και θα σας είναι εγγυητές για τα χρήματα αξιόχρεοι αυτοί εδώ.
|