Μιλώντας, έριξε το μάτι της στην Πηνελόπη, θέλοντας να της κάνει
νόημα πως είναι εδώ ο αγαπημένος της, μέσα στο σπίτι.
Εκείνη όμως δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καν να σκεφτεί,
γιατί ξεστράτισε η Αθηνά τον νου της.
480Στο μεταξύ με το δεξί του χέρι ο Οδυσσέας έπιασε τη γριά απ᾽ τον λαιμό,
ενώ με το άλλο του την τράβηξε κοντά του και μυστικά της είπε:
«Μανούλα, θες αλήθεια να με καταστρέψεις; Εσύ μ᾽ ανάθρεψες
με γάλα πάνω στο βυζί σου. Και να που τώρα, μετά τα τόσα
βάσανα και πάθη, γύρισα επιτέλους στην πατρίδα — κοντεύουν πια
να κλείσουν είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αφού όμως με γνώρισες, μ᾽ ενός θεού τη φώτιση,
τώρα μιλιά, ψυχή να μην το μάθει μέσα στο παλάτι.
Κάτι θα πω, και πες το σίγουρα πως έγινε:
αν με το χέρι μου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες,
κι ας ήσουν παραμάνα μου, δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις,
όταν τις άλλες δούλες, σε τούτο, το δικό μου το παλάτι,
490όλες θα σφάξω με το χέρι μου.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του η γνωστική Ευρύκλεια:
«Παιδί μου, τι λόγος πάλι αυτός που βγήκε από το στόμα σου!
Ξέρεις πως έχω μέσα μου μεγάλη δύναμη που δεν λυγίζει,
δεν υποχωρεί· θα κρατηθώ λοιπόν, σαν τη σκληρή την πέτρα,
σαν το σίδερο.
Και τώρα κάτι άλλο θα σου πω, κι εσύ βάλ᾽ το καλά στον νου σου:
αν με το χέρι σου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες,
εγώ θα σου τις φανερώσω μία προς μία τις γυναίκες,
ποιες σ᾽ ατιμάζουν στο παλάτι και ποιες αθώες έμειναν.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
500«Γερόντισσα, δεν θα μου πεις εσύ το τι συμβαίνει, δεν είναι αυτή δουλειά δική σου·
μπορώ και μόνος μου να κρίνω, θα μάθω καθεμιάς τη στάση και το φρόνημα.
Εσύ κράτα το στόμα σου κλειστό, άφησε στους θεούς τα υπόλοιπα.»
Έτσι της μίλησε, κι αμέσως η γερόντισσα βγήκε απ᾽ την κάμαρη,
νερό να φέρει πάλι για τα πόδια του, αφού το πρώτο
είχε ολότελα χυθεί. Μετά του απόνιψε τα πόδια, με λάδι τ᾽ άλειψε,
και τότε εκείνος τράβηξε το σκαμνί κοντύτερα στο τζάκι,
να ζεσταθεί, σκεπάζοντας με τα δικά του ράκη την πληγή.
Και τότε, μεταξύ τους τον λόγο πήρε η Πηνελόπη, έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, θέλω κι εγώ κάτι μικρό να σε ρωτήσω —
510σε λίγο φτάνει της γλυκιάς ανάπαψης η ώρα, όποιον τον πιάνει
η γλύκα του ύπνου, κοιμίζοντας και τις ακοίμητες φροντίδες του.
Εμένα μόνο ένας θεός μού φόρτωσε πένθος αμέτρητο·
οι μέρες μου περνούν με βογγητό και κλάμα, κι αυτό
μ᾽ ανακουφίζει, ενώ προσέχω τις δουλειές μου και τις δούλες,
πόσο φροντίζουνε το σπιτικό.
Τις νύχτες όμως, σαν πέσει το σκοτάδι, όταν οι άλλοι όλοι
πέφτουν να ξαποστάσουν, εγώ στο στρώμα μου αγρυπνώ και τη βαριά καρδιά μου
τη σφάζει ο πόνος της αβάσταχτης λαχτάρας μου.
Πώς του Πανδάρου η κόρη, η χλωροπράσινη Αηδόνα,
520σέρνει το ωραίο τραγούδι της στα δέντρα καθισμένη, κρυμμένη
στο πυκνό τους φύλλωμα, κι αλλάζει κάθε τόσο τη φωνή της
μ᾽ ανήκουστο κελαηδισμό, τον Ίτυλο θρηνώντας, το παιδί της,
του βασιλιά Ζήθου τον γιο, που κάποτε μέσα στην παραζάλη της
τον έσφαξε· έτσι κι εγώ, στα δυο μοιράζεται
η καρδιά μου κι αμφιβάλλω: να μείνω πλάι στον γιο μου, για να φυλάξω
όλα τα αγαθά μου, βιος, δούλες, το ψηλόροφο μεγάλο μας παλάτι,
να σεβαστώ του αντρός μου το κρεβάτι, τη φήμη μου στον κόσμο·
ή μήπως έφτασε ο καιρός κάποιο Αχαιό να ακολουθήσω,
τον καλύτερο, όποιον γυναίκα του γυρεύει να με πάρει, προσφέροντας
και πανωπροίκι ασυναγώνιστο.
530Γιατί κι ο γιος μου, πριν να πήξει το μυαλό του, παιδάκι ακόμα,
δεν μ᾽ άφηνε να ξαναπαντρευτώ, το σπίτι εγκαταλείποντας·
μα τώρα που μεγάλωσε κι έγινε πια παλληκαράκι, φωνάζει
κι εύχεται να φύγω από το σπίτι, έξαλλος που ρημάζουν
οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά του.
Αλλά άκου, εξήγησε κι αυτό μου τ᾽ όνειρο:
Είκοσι χήνες στην αυλή μου τρώνε το μουλιασμένο στάρι,
κι εγώ τις βλέπω και τις χαίρομαι· μα ξαφνικά, από το βουνό χυμώντας,
πάνω τους πέφτει αετός αγκυλομύτης και τους τσακίζει
τον λαιμό· όλες νεκρές σωριάζονται επιτόπου, κι ο αετός
540υψώνεται στον θείο αιθέρα.
Εγώ, στο όνειρο μέσα, κλαίω και σφαδάζω, τριγύρω μου
μαζεύονται ντόπιες γυναίκες καλοπλέξουδες, συμπάσχοντας
για τον πικρό οδυρμό μου, που ένας αετός θανάτωσε τις χήνες μου.
Εκείνος όμως ξαναγύρισε, κάθησε τώρα στο ψηλότερο μπρέκι της στέγης,
ανθρώπινη πήρε μιλιά και με παρηγορούσε:
“Θάρρεψε, του κοσμοξακουσμένου Ικαρίου κόρη, όχι,
δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια καλοσήμαδη που γρήγορα θα γίνει πράξη·
οι χήνες οι μνηστήρες είναι, ο αετός εγώ,
πουλί πετούμενο, είμαι ο δικός σου· γύρισα πίσω τώρα
550θανατικό να φέρω σ᾽ όλους τους μνηστήρες.”
Έτσι μου μίλησε, κι εμένα λύθηκε ο γλυκός μου ύπνος,
τα μάτια ανοίγοντας κοίταξα γύρω μου και βλέπω στον αυλόγυρο
τις χήνες να τσιμπολογούν το στάρι πλάι στη σκάφη,
όπως και πριν.»
|