Τον λόγο παίρνοντας ο Αυτόλυκος μίλησε τότε δυνατά:
«Γαμπρέ και θυγατέρα μου, ακούσετε ποιο όνομα του δίνω·
έφτασα εδώ εγώ οδυσσάμενος, που πάει να πει από πολλούς θυμώθηκα,
γυναίκες κι άντρες, όσους απάντησα στον δρόμο μου, γυρίζοντας
από τη μια χώρα στην άλλη —
γι᾽ αυτό ονομάζω Οδυσσέα το παιδί, έτσι να το φωνάζουν.
410Όσο για μένα, όταν με το καλό θα μεγαλώσει, έφηβος πια
να ᾽ρθει στον Παρνασσό, στο πατρικό της μάνας του, όπου φυλάω τα πλούτη μου·
θα του χαρίσω τότε μερτικό γενναίο, και πιο χαρούμενο θα τον ξεπροβοδίσω.»
Έτσι, μια μέρα ο Οδυσσέας πήγε να πάρει τα ταξίματα,
θαυμάσια δώρα· οπότε ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του, μόλις τον είδαν,
του έσφιξαν εγκάρδια το χέρι, του μίλησαν γλυκά κι ωραία.
Ενώ της μάνας του η μάνα τον κράτησε στην αγκαλιά της, τον φιλούσε τρυφερά,
μια στο κεφάλι, μια στα ωραία του μάτια.
Οπότε ο Αυτόλυκος πρόσταξε τώρα τους τιμημένους γιους του να ετοιμάσουν
δείπνο· κι αυτοί υπακούοντας στην εντολή του έφεραν μέσα
420ένα βόδι αρσενικό, πεντάχρονο, το ᾽γδαραν και το φρόντισαν, όλο το κόβουν
σε κομμάτια, μετά το λιάνισαν, το πέρασαν στις σούβλες επιδέξια,
το ᾽ψησαν στη φωτιά με τέχνη, τέλος το μοίρασαν.
Έτσι, όλη μέρα, ωσότου βασιλέψει ο ήλιος, έτρωγαν κι έπιναν,
και κανενός δεν έλειψε το δίκαιο μερτικό.
Όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το σκοτάδι, επήγαν τότε
να πλαγιάσουν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου.
Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
κι αμέσως κίνησαν να πάνε για κυνήγι τα κυνηγόσκυλα κι οι γιοι του Αυτολύκου —
430μαζί τους πήγαινε κι ο Οδυσσέας.
Επήραν ν᾽ ανεβαίνουν το απόκρημνο βουνό του Παρνασσού,
με δάση σκεπασμένο, κι έφτασαν γρήγορα στους ανεμοδαρμένους λόγγους.
Την ώρα εκείνη ο ήλιος ανατέλλοντας έριχνε τις ακτίνες του
στη γη, απ᾽ τον βαθύρροο Ωκεανό ανεβαίνοντας, με τα νερά του ασάλευτα.
Και τότε βρέθηκαν οι κυνηγοί βαθιά στη λαγκαδιά·
μπροστά τους έτρεχαν τα κυνηγόσκυλα, ψάχνοντας ίχνη αγριμιών,
κι ακολουθούσαν πίσω τους οι γιοι του Αυτολύκου —
ανάμεσα τους ο Οδυσσέας θείος, πλάι στα σκυλιά, κραδαίνοντας
στο χέρι μακρόσκιο δόρυ.
Μέσα σε λόχμη απέραστη χωμένος ο τεράστιος κάπρος —
440λόχμη που μήτε των υγρών ανέμων οι ριπές περνούσαν,
μήτε κι ο ήλιος με τις πάμφωτες ακτίνες του την έφτανε,
μήτε η βροχή δεν νότιζε το χώμα της, τόσο πυκνή που ήταν —
και γύρω εκεί πεσμένα φύλλα αμέτρητα.
Ακούγοντας ο κάπρος των κυνηγών και των σκυλιών το ποδοβολητό,
καθώς εκείνοι προχωρούσαν για να τον κεντρίσουν,
τους βγήκε αντίκρυ από τον λόγγο, με την κορφή ανατριχιασμένη,
με μάτια που πετούσαν φλόγες, κι αυτοί όλο και πιο κοντά του ζύγωναν.
Πρώτος απ᾽ όλους ο Οδυσσέας όρμησε, ψηλά σηκώνοντας στο στιβαρό του χέρι
το μακρύ κοντάρι, έτοιμος να χτυπήσει· τον πρόλαβε όμως,
450λοξά πετάχτηκε ο κάπρος κι έσκισε με το δόντι του,
πάνω απ᾽ το γόνατο, τη σάρκα, αλλά δεν έφτασε η πληγή στο κόκαλο.
Συγχρόνως ο Οδυσσέας έριξε το δόρυ, τον πέτυχε στον ώμο τον δεξή,
πέρασε η αιχμή από το φωτεινό του δόρυ βγαίνοντας στην άλλην άκρη,
κι αυτός μουγκρίζοντας πέφτει στο σκονισμένο χώμα, και ξεψύχησε.
Τον κάπρο οι γιοι του Αυτόλυκου έτρεξαν να φροντίσουν,
μετά με τέχνη δένουν την πληγή του άψογου, ισόθεου Οδυσσέα,
το μαύρο αίμα με ξόρκι σταματώντας — ύστερα γύρισαν
στα πατρικά τους δώματα.
460Εκεί ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του γιάτρεψαν τον Οδυσσέα καλά,
του χάρισαν ωραία δώρα και, δίχως καθυστέρηση, γερό πια και χαρούμενο,
τον έστειλαν στην πατρική του Ιθάκη.
Όπου ο πατέρας του κι η σεβαστή του μάνα, ολόχαροι με την επιστροφή του,
πήραν τα πάντα να ρωτούν, βλέποντας το σημάδι της ουλής του.
Οπότε εκείνος εξιστόρησε καταλεπτώς το τι και πώς
επάνω στο κυνήγι ο κάπρος τον στιγμάτισε με το λευκό του δόντι,
όταν στον Παρνασσό ανέβηκε να κυνηγήσει, παρέα
με τους γιους του Αυτολύκου.
Λοιπόν, εκείνη την ουλή η γερόντισσα μόλις, τα χέρια κατεβάζοντας,
την άγγιξε και ψηλαφώντας πια την αναγνώρισε, αμόλησε
το πόδι στον αέρα· έπεσε τότε του Οδυσσέα το πόδι μέσα στο λεβέτι,
βρόντηξε ο χαλκός, έγειρε η λεκάνη πλάι, χύθηκε
470όλο το νερό στο χωματένιο δάπεδο.
Και πάνω εκεί η Ευρύκλεια ένιωσε μέσα της χαρά και πόνο,
τα μάτια της πλημμύρισαν στο δάκρυ, πιάστηκε η σωστή φωνή της,
ώσπου ακούμπησε το χέρι της στου Οδυσσέα το γένι
και μετά βίας μίλησε:
«Γιε μου, αλήθεια ο Οδυσσέας είσαι! Κι εγώ πιο πριν
δεν σ᾽ αναγνώρισα, προτού τον κύρη μου παντού να ψηλαφήσω.»
|