Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (4.100.1-4.102.3)
[4.100.1] Καὶ οἱ Βοιωτοὶ εὐθὺς μεταπεμψάμενοι ἔκ τε τοῦ Μηλιῶς κόλπου ἀκοντιστὰς καὶ σφενδονήτας, καὶ βεβοηθηκότων αὐτοῖς μετὰ τὴν μάχην Κορινθίων τε δισχιλίων ὁπλιτῶν καὶ τῶν ἐκ Νισαίας ἐξεληλυθότων Πελοποννησίων φρουρῶν καὶ Μεγαρέων ἅμα, ἐστράτευσαν ἐπὶ τὸ Δήλιον καὶ προσέβαλον τῷ τειχίσματι, ἄλλῳ τε τρόπῳ πειράσαντες καὶ μηχανὴν προσήγαγον, ἥπερ εἷλεν αὐτό, τοιάνδε. [4.100.2] κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν καὶ ξυνήρμοσαν πάλιν ἀκριβῶς ὥσπερ αὐλόν, καὶ ἐπ᾽ ἄκραν λέβητά τε ἤρτησαν ἁλύσεσι καὶ ἀκροφύσιον ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῦν ἐς αὐτὸν νεῦον καθεῖτο, καὶ ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου. [4.100.3] προσῆγον δὲ ἐκ πολλοῦ ἁμάξαις τῷ τείχει, ᾗ μάλιστα τῇ ἀμπέλῳ καὶ τοῖς ξύλοις ᾠκοδόμητο· καὶ ὁπότε εἴη ἐγγύς, φύσας μεγάλας ἐσθέντες ἐς τὸ πρὸς ἑαυτῶν ἄκρον τῆς κεραίας ἐφύσων. [4.100.4] ἡ δὲ πνοὴ ἰοῦσα στεγανῶς ἐς τὸν λέβητα, ἔχοντα ἄνθρακάς τε ἡμμένους καὶ θεῖον καὶ πίσσαν, φλόγα ἐποίει μεγάλην καὶ ἧψε τοῦ τείχους, ὥστε μηδένα ἔτι ἐπ᾽ αὐτοῦ μεῖναι, ἀλλὰ ἀπολιπόντας ἐς φυγὴν καταστῆναι καὶ τὸ τείχισμα τούτῳ τῷ τρόπῳ ἁλῶναι. [4.100.5] τῶν δὲ φρουρῶν οἱ μὲν ἀπέθανον, διακόσιοι δὲ ἐλήφθησαν· τῶν δὲ ἄλλων τὸ πλῆθος ἐς τὰς ναῦς ἐσβὰν ἀπεκομίσθη ἐπ᾽ οἴκου. [4.101.1] τοῦ δὲ Δηλίου ἑπτακαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ ληφθέντος μετὰ τὴν μάχην καὶ τοῦ ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων κήρυκος οὐδὲν ἐπισταμένου τῶν γεγενημένων ἐλθόντος οὐ πολὺ ὕστερον αὖθις περὶ τῶν νεκρῶν, ἀπέδοσαν οἱ Βοιωτοὶ καὶ οὐκέτι ταὐτὰ ἀπεκρίναντο. [4.101.2] ἀπέθανον δὲ Βοιωτῶν μὲν ἐν τῇ μάχῃ ὀλίγῳ ἐλάσσους πεντακοσίων, Ἀθηναίων δὲ ὀλίγῳ ἐλάσσους χιλίων καὶ Ἱπποκράτης ὁ στρατηγός, ψιλῶν δὲ καὶ σκευοφόρων πολὺς ἀριθμός. |
[4.100.1] Οι Βοιωτοί, χωρίς να χάσουν καιρό, μετακάλεσαν ακοντιστές και σφενδονιστές, από την περιοχή του Μαλιακού κόλπου. Είχαν έρθει για να τους βοηθήσουν —αλλά έφτασαν μετά την μάχη— δύο χιλιάδες Κορίνθιοι οπλίτες, οι Πελοποννήσιοι της φρουράς των Μεγάρων και πολλοί Μεγαρείς. Βάδισαν όλοι εναντίον του Δηλίου κι έκαναν έφοδο εναντίον του οχυρού, δοκιμάζοντας διάφορους τρόπους και κατόρθωσαν να το κυριέψουν, φέρνοντας μια πολιορκητική μηχανή κατασκευασμένη με τον ακόλουθο τρόπο. [4.100.2] Πριόνισαν του μάκρους ένα μακρύ δοκάρι και το έσκαψαν ώστε να είναι κούφιο σ᾽ όλο του το μάκρος και κόλλησαν πάλι τα δύο κομμάτια (σαν αυλό) και στην μια άκρη κρέμασαν, με αλυσίδες, ένα καζάνι. Προσαρμόσαν στο δοκάρι έναν σιδερένιο κυρτό σωλήνα που κατέβαινε προς το καζάνι κι έντυσαν το μεγαλύτερο μέρος του δοκαριού με σίδερο. [4.100.3] Μεταφέραν μ᾽ αμάξια την μηχανή από μεγάλη απόσταση ώς το τείχος, στο σημείο όπου ήταν χτισμένο με ξύλα και κληματόβεργες. Όταν τοποθέτησαν την μηχανή πολύ κοντά στο τείχος, έβαλαν μεγάλα φυσερά από την δική τους άκρη και άρχισαν να φυσάνε. [4.100.4] Ο αέρας, μέσ᾽ από το κούφιο δοκάρι, έμπαινε με ορμή στο καζάνι όπου είχαν βάλει αναμμένα κάρβουνα, θειάφι και πίσσα και γινόταν φλόγα μεγάλη που έβαλε φωτιά στο τείχος, όπου κανείς υπερασπιστής δεν μπορούσε να μείνει. Το εγκαταλείψαν κι έφυγαν. Έτσι κυριεύτηκε το τείχος. [4.100.5] Από τους στρατιώτες της φρουράς μερικοί σκοτώθηκαν και διακόσιοι αιχμαλωτίστηκαν, αλλά οι περισσότεροι μπήκαν στα καράβια και γύρισαν στην Αθήνα. |