Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (6.26.1-6.32.1)

[6.26.1] Ταῦτα μὲν δὴ οὕτω ἐγίνετο, Ἱστιαίῳ δὲ τῷ Μιλησίῳ ἐόντι περὶ Βυζάντιον καὶ συλλαμβάνοντι τὰς Ἰώνων ὁλκάδας ἐκπλεούσας ἐκ τοῦ Πόντου ἐξαγγέλλεται τὰ περὶ τὴν Μίλητον γενόμενα. τὰ μὲν δὴ περὶ Ἑλλήσποντον ἔχοντα πρήγματα ἐπιτρέπει Βισάλτῃ Ἀπολλοφάνεος παιδὶ Ἀβυδηνῷ, αὐτὸς δὲ ἔχων Λεσβίους ἐς Χίον ἔπλεε, καὶ Χίων φρουρῇ οὐ προσιεμένῃ μιν συνέβαλε ἐν Κοίλοισι καλεομένοισι τῆς Χίης χώρης. [6.26.2] τούτων τε δὴ ἐφόνευσε συχνούς, καὶ τῶν λοιπῶν Χίων, οἷα δὴ κεκακωμένων ἐκ τῆς ναυμαχίης, ὁ Ἱστιαῖος ἔχων τοὺς Λεσβίους ἐπεκράτησε, ἐκ Πολίχνης τῆς Χίων ὁρμώμενος. [6.27.1] φιλέει δέ κως προσημαίνειν, εὖτ᾽ ἂν μέλλῃ μεγάλα κακὰ ἢ πόλι ἢ ἔθνεϊ ἔσεσθαι· καὶ γὰρ Χίοισι πρὸ τούτων σημήια μεγάλα ἐγένετο. [6.27.2] τοῦτο μέν σφι πέμψασι ἐς Δελφοὺς χορὸν νεηνιέων ἑκατὸν δύο μοῦνοι τούτων ἀπενόστησαν, τοὺς δὲ ὀκτώ τε καὶ ἐνενήκοντα αὐτῶν λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε· τοῦτο δὲ ἐν τῇ πόλι τὸν αὐτὸν τοῦτον χρόνον, ὀλίγον πρὸ τῆς ναυμαχίης, παισὶ γράμματα διδασκομένοισι ἐνέπεσε ἡ στέγη, ὥστε ἀπ᾽ ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος ἀπέφυγε. [6.27.3] ταῦτα μέν σφι σημήια ὁ θεὸς προέδεξε, μετὰ δὲ ταῦτα ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα ἐς γόνυ τὴν πόλιν ἔβαλε, ἐπὶ δὲ τῇ ναυμαχίῃ ἐπεγένετο Ἱστιαῖος Λεσβίους ἄγων· κεκακωμένων δὲ τῶν Χίων καταστροφὴν εὐπετέως αὐτῶν ἐποιήσατο. [6.28.1] ἐνθεῦτεν δὲ ὁ Ἱστιαῖος ἐστρατεύετο ἐπὶ Θάσον ἄγων Ἰώνων καὶ Αἰολέων συχνούς. περικατημένῳ δέ οἱ Θάσον ἦλθε ἀγγελίη ὡς οἱ Φοίνικες ἀναπλέουσι ἐκ τῆς Μιλήτου ἐπὶ τὴν ἄλλην Ἰωνίην. πυθόμενος δὲ ταῦτα Θάσον μὲν ἀπόρθητον λείπει, αὐτὸς δὲ ἐς τὴν Λέσβον ἠπείγετο ἄγων πᾶσαν τὴν στρατιήν. [6.28.2] ἐκ Λέσβου δὲ λιμαινούσης οἱ τῆς στρατιῆς πέρην διαβαίνει, ἐκ τοῦ Ἀταρνέος ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον τόν τε ἐνθεῦτεν καὶ τὸν ἐκ Καΐκου πεδίου τὸν τῶν Μυσῶν. ἐν δὲ τούτοισι τοῖσι χωρίοισι ἐτύγχανε ἐὼν Ἅρπαγος ἀνὴρ Πέρσης, στρατηγὸς στρατιῆς οὐκ ὀλίγης, ὅς οἱ ἀποβάντι συμβαλὼν αὐτόν τε Ἱστιαῖον ζωγρίῃ ἔλαβε καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ τὸν πλέω διέφθειρε. [6.29.1] ἐζωγρήθη δὲ ὁ Ἱστιαῖος ὧδε· ὡς ἐμάχοντο οἱ Ἕλληνες τοῖσι Πέρσῃσι ἐν τῇ Μαλήνῃ τῆς Ἀταρνείτιδος χώρης, οἱ μὲν συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν, ἡ δὲ ἵππος ὕστερον ὁρμηθεῖσα ἐπιπίπτει τοῖσι Ἕλλησι· τό τε δὴ ἔργον τῆς ἵππου τοῦτο ἐγένετο, καὶ τετραμμένων τῶν Ἑλλήνων ὁ Ἱστιαῖος ἐλπίζων οὐκ ἀπολέεσθαι ὑπὸ βασιλέος διὰ τὴν παρεοῦσαν ἁμαρτάδα φιλοψυχίην τοιήνδε τινὰ ἀναιρέεται· [6.29.2] ὡς φεύγων τε κατελαμβάνετο ὑπὸ ἀνδρὸς Πέρσεω καὶ ὡς καταιρεόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, Περσίδα γλῶσσαν μετιεὶς καταμηνύει ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος ὁ Μιλήσιος. [6.30.1] εἰ μέν νυν, ὡς ἐζωγρήθη, ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Δαρεῖον, ὁ δὲ οὔτ᾽ ἂν ἔπαθε κακὸν οὐδέν δοκέειν ἐμοί, ἀπῆκέ τ᾽ ἂν αὐτῷ τὴν αἰτίην· νῦν δέ μιν αὐτῶν τε τούτων εἵνεκα καὶ ἵνα μὴ διαφυγὼν αὖτις μέγας παρὰ βασιλέϊ γένηται, Ἀρταφρένης τε ὁ Σαρδίων ὕπαρχος καὶ ὁ λαβὼν Ἅρπαγος, ὡς ἀπίκετο ἀγόμενος ἐς [τὰς] Σάρδις, τὸ μὲν αὐτοῦ σῶμα αὐτοῦ ταύτῃ ἀνεσταύρωσαν, τὴν δὲ κεφαλὴν ταριχεύσαντες ἀνήνεικαν παρὰ βασιλέα Δαρεῖον ἐς Σοῦσα. [6.30.2] Δαρεῖος δὲ πυθόμενος ταῦτα καὶ ἐπαιτιησάμενος τοὺς ταῦτα ποιήσαντας ὅτι μιν οὐ ζώοντα ἀνήγαγον ἐς ὄψιν τὴν ἑωυτοῦ, τὴν κεφαλὴν τὴν Ἱστιαίου λούσαντάς τε καὶ περιστείλαντας εὖ ἐνετείλατο θάψαι ὡς ἀνδρὸς μεγάλως ἑωυτῷ τε καὶ Πέρσῃσι εὐεργέτεω. τὰ μὲν περὶ Ἱστιαῖον οὕτω ἔσχε· [6.31.1] ὁ δὲ ναυτικὸς στρατὸς ὁ Περσέων χειμερίσας περὶ Μίλητον τῷ δευτέρῳ ἔτεϊ ὡς ἀνέπλωσε, αἱρέει εὐπετέως τὰς νήσους τὰς πρὸς τῇ ἠπείρῳ κειμένας, Χίον καὶ Λέσβον καὶ Τένεδον. ὅκως δὲ λάβοι τινὰ τῶν νήσων, ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους. [6.31.2] σαγηνεύουσι δὲ τόνδε τὸν τρόπον· ἀνὴρ ἀνδρὸς ἁψάμενος τῆς χειρὸς ἐκ θαλάσσης τῆς βορηίης ἐπὶ τὴν νοτίην διήκουσι καὶ ἔπειτα διὰ πάσης τῆς νήσου διέρχονται ἐκθηρεύοντες τοὺς ἀνθρώπους. αἵρεον δὲ καὶ τὰς ἐν τῇ ἠπείρῳ πόλιας τὰς Ἰάδας κατὰ ταὐτά, πλὴν οὐκ ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους· οὐ γὰρ οἷά τε ἦν. [6.32.1] ἐνθαῦτα Περσέων οἱ στρατηγοὶ οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλὰς τὰς ἐπηπείλησαν τοῖσι Ἴωσι στρατοπεδευομένοισι ἐναντία σφίσι. ὡς γὰρ δὴ ἐπεκράτησαν τῶν πολίων, παῖδάς τε τοὺς εὐειδεστάτους ἐκλεγόμενοι ἐξέταμνον καὶ ἐποίευν ἀντὶ εἶναι ἐνορχέας εὐνούχους, καὶ παρθένους τὰς καλλιστευούσας ἀνασπάστους παρὰ βασιλέα· ταῦτά τε δὴ ἐποίευν καὶ τὰς πόλιας ἐνεπίμπρασαν αὐτοῖσι τοῖσι ἱροῖσι. οὕτω δὴ τὸ τρίτον Ἴωνες κατεδουλώθησαν, πρῶτον μὲν ὑπὸ Λυδῶν, δὶς δὲ ἐπεξῆς τότε ὑπὸ Περσέων.

[6.26.1] Αυτά λοιπόν έτσι εξελίχτηκαν· στον Ιστιαίο πάλι τον Μιλήσιο, που βρισκόταν στην περιοχή του Βυζαντίου κι αιχμαλώτιζε τα εμπορικά πλοία των Ιώνων που έβγαιναν από τον Εύξεινο Πόντο, ήρθαν τα νέα για τα γεγονότα της Μιλήτου. Λοιπόν, αναθέτει τις επιχειρήσεις που τον κρατούσαν στην περιοχή του Ελλησπόντου στο Βισάνθη τον Αβυδηνό, γιο του Απολλοφάνη, κι ο ίδιος, έχοντας μαζί του Λεσβίους, αρμένιζε για τη Χίο, και συγκρούστηκε με μια φρουρά των Χίων που δε θέλησε να τον δεχτεί, στην περιοχή της Χίου που λέγεται Κοίλα. [6.26.2] Λοιπόν σκότωσε πολλούς κι απ᾽ αυτούς κι από τους άλλους Χίους — καθώς οι άνθρωποι ήταν τσακισμένοι απ᾽ τη ναυμαχία, ο Ιστιαίος, με ορμητήριό του την Πολίχνη της Χίου κι έχοντας μαζί του τους Λεσβίους, τους νίκησε.
[6.27.1] Κι ο θεός συνηθίζει να δείχνει με κάποιο τρόπο με σημάδια από τα πριν, όταν είναι να βρουν μεγάλες συμφορές μια πόλη ή ένα έθνος· γιατί, προτού πάθουν αυτά οι Χίοι, εμφανίστηκαν μεγάλα σημάδια. [6.27.2] Πρώτα πρώτα, όταν έστειλαν στους Δελφούς χορευτικό όμιλο εκατό εφήβων, μονάχα δυο απ᾽ αυτούς γύρισαν πίσω, τους ενενήντα οχτώ όμως απ᾽ αυτούς τους έπιασε λοιμική και τους πήρε μαζί της· δεύτερο, την ίδια ακριβώς εποχή, λίγο πριν απ᾽ τη ναυμαχία, στην πόλη, πάνω σε παιδιά, την ώρα που έκαναν μάθημα σε σχολείο, έπεσε η στέγη, έτσι που από εκατόν είκοσι παιδιά μονάχα ένα σώθηκε. [6.27.3] Λοιπόν, αυτά τα σημάδια τούς έστειλε σαν προμήνυμα ο θεός, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ήρθε η ναυμαχία και γονάτισε την πόλη· και, σα να μην έφτανε η ναυμαχία, πλάκωσε κι ο Ιστιαίος με τους Λεσβίους στρατιώτες του· κι έτσι που οι Χίοι είχαν σκληρά δοκιμαστεί, εύκολα τους κυρίεψε.
[6.28.1] Αποκεί ο Ιστιαίος έκανε εκστρατεία εναντίον της Θάσου με μεγάλο στράτευμα Ιώνων και Αιολέων. Πολιορκούσε λοιπόν τη Θάσο, όταν του ήρθε η είδηση πως οι Φοίνικες σήκωσαν άγκυρα από τη Μίλητο κι αρμένιζαν βορειότερα, εναντίον της υπόλοιπης Ιωνίας. Κι όταν πήρε αυτή την πληροφορία, αφήνει τη Θάσο απόρθητη, κι ο ίδιος κίνησε βιαστικά για τη Λέσβο έχοντας μαζί του όλο το εκστρατευτικό σώμα. [6.28.2] Και, καθώς έπεσε πείνα στο στρατό του, περνά από τη Λέσβο αντίπερα, για να θερίσει το σιτάρι απ᾽ τον Αταρνέα, και το ντόπιο και το σιτάρι των Μυσών, που προερχόταν από την πεδιάδα του Καΐκου. Αλλά σ᾽ αυτές τις περιοχές τύχαινε να βρίσκεται ο Άρπαγος, Πέρσης, στρατηγός μεγάλου στρατού, που συγκρούστηκε με τον Ιστιαίο μόλις αυτός αποβιβάστηκε και τον έπιασε τον ίδιο ζωντανό και σκότωσε το μεγαλύτερο μέρος απ᾽ το στρατό του.
[6.29.1] Και νά πώς πιάστηκε ζωντανός ο Ιστιαίος· οι Έλληνες πολεμούσαν με τους Πέρσες στη Μαλήνη, της περιοχής του Αταρνέα, κι έμειναν πολεμώντας στις γραμμές τους για πολλή ώρα, όταν το ιππικό που ξεκίνησε αργότερα κάνει επίθεση στους Έλληνες· λοιπόν, σ᾽ αυτή τη μάχη πρωταγωνιστής στάθηκε το ιππικό· και καθώς οι Έλληνες είχαν τραπεί σε φυγή, ο Ιστιαίος, με την ελπίδα πως ο βασιλιάς δε θα τον σκοτώσει για το σφάλμα που τον βάραινε, αφήνει να τον παρασύρει η λαχτάρα για τη ζωή του σε μια τέτοια πράξη: [6.29.2] καθώς στη φυγή του έπεσε στα χέρια ενός Πέρση που ρίχνοντάς τον κάτω όπου να ᾽ναι θα τον κάρφωνε με το σπαθί του, μιλώντας του περσικά του αποκάλυψε τ᾽ όνομά του, πως ήταν ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος.
[6.30.1] Αν λοιπόν, μόλις πιάστηκε ζωντανός, αλυσοδεμένο τον μετέφερναν στον βασιλιά Δαρείο, καταπώς πιστεύω δε θα πάθαινε κανένα κακό και θα έπαιρνε συγχώρηση για το ατόπημά του· τώρα όμως, ακριβώς γι᾽ αυτό το λόγο και για να μη ξαναγίνει, αν γλίτωνε, μέγας και πολύς στη βασιλική αυλή, και ο Αρταφρένης, ο αντιβασιλέας των Σάρδεων, κι ο Άρπαγος που τον έπιασε, μόλις έφτασε δέσμιος στις Σάρδεις, παλούκωσαν εκεί επιτόπου το σώμα του, και το κεφάλι του, ταριχευμένο, το πήγαν στα Σούσα, στον βασιλιά Δαρείο. [6.30.2] Κι ο Δαρείος μαθαίνοντας αυτά τα έβαλε μ᾽ εκείνους που τα έπραξαν, επειδή δεν του τον έφεραν ζωντανό μπροστά του· κι έδωσε εντολή να λούσουν και να νεκροστολίσουν όμορφα την κεφαλή του Ιστιαίου και να τη θάψουν, σαν μεγάλου ευεργέτη του θρόνου του και των Περσών· λοιπόν αυτό το τέλος είχε ο Ιστιαίος.
[6.31.1] Και το ναυτικό των Περσών, αφού ξεχείμασε στην περιοχή της Μιλήτου, τον επόμενο χρόνο αρμενίζοντας προς τα πάνω κυρίευε εύκολα τα νησιά που βρίσκονταν κοντά στη στεριά, τη Χίο και τη Λέσβο και την Τένεδο. Και κάθε φορά που έπαιρνε κάποιο απ᾽ τα νησιά, μόλις οι βάρβαροι κυρίευαν το καθένα, έπιαναν τους κατοίκους σαν τα ψάρια στο δίχτυ. [6.31.2] Και νά πώς τους πιάνουν σαν τα ψάρια στο δίχτυ: πιάνονται χέρι με χέρι και σχηματίζουν αδιάσπαστη γραμμή από τη βόρεια παραλία του νησιού ώς τη νότια· κι έπειτα προχωρούν απ᾽ τη μια άκρη ώς την άλλη του νησιού πιάνοντας σαν θηράματα τους ανθρώπους. Με την ίδια ευκολία κυρίευαν επίσης τις πόλεις της Ιωνίας που ήταν χτισμένες στη στεριά, με τη διαφορά ότι δεν έπιαναν τους ανθρώπους σαν τα ψάρια στο δίχτυ· γιατί κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
[6.32.1] Οι στρατηγοί των Περσών έδειξαν τότε πως οι απειλές με τις οποίες απείλησαν τους Ίωνες που τους είχαν αντιπαραταχτεί δεν ήταν ψεύτικες. Γιατί μόλις κυρίευαν τις πόλεις τους, διάλεγαν τα ομορφότερα αγόρια, τα ευνούχιζαν κι από παλικάρια τα έκαναν ευνούχους· τις κοπέλες πάλι που είχαν τα πρωτεία στην ομορφιά τις άρπαζαν με τη βία και τις έστελναν στο βασιλιά. Και, σα να μην έφταναν όλ᾽ αυτά, παράδιναν στις φλόγες τις πόλεις μαζί με τους ναούς. Έτσι λοιπόν για τρίτη φορά οι Ίωνες έπεσαν σε βαριά σκλαβιά, πρώτα στους Λυδούς και δυο φορές, τη μια μετά την άλλη, τότε στους Πέρσες.