Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Κι η Πηνελόπη ακούγοντας, της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,
μαραίνοντας το πρόσωπο.
Όπως το χιόνι αναλιώνει στα πανύψηλα βουνά —
το στοίβαξε ο πουνέντες, μετά το λιώνει φυσώντας ο σιρόκος
και στα ποτάμια τα νερά φουσκώνουν·
έτσι κι εκείνη, μούσκευε τα ωραία της μάγουλα
με τα πολλά της δάκρυα, τον άντρα της θρηνώντας — ήταν ωστόσο εκεί,
μπροστά στα μάτια της.
210Ο Οδυσσέας όμως, κι ας ελεούσε τη γυναίκα του
για το σπαραχτικό της κλάμα, αδάκρυτα τα μάτια του δεν σάλευαν,
καν δεν τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά του, λες κι ήταν κέρατο ή ατσάλι —
ο δόλος του μυαλού τον έκανε να κρύβει τη συγκίνησή του.
Όταν εκείνη χόρτασε τον πολυδάκρυτό της γόο,
συνήλθε και ξαναμιλώντας είπε:
«Ξένε, τώρα φαντάζομαι πως ήλθε η ώρα να σε δοκιμάσω,
αν λες αλήθεια πως τον φιλοξένησες τον άντρα μου
μαζί με τους συντρόφους στο παλάτι, όπως το λεν τα λόγια σου.
Πες μου λοιπόν πώς έμοιαζε στην όψη και τι λογής ρούχα
φορούσε το κορμί του, ποιοι σύντροφοι τον είχαν συντροφέψει;»
220Ανταποκρίθηκε από μέρους του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω δέσποινα, με τόσα χρόνια που μεσολαβούν, δύσκολο αλήθεια να μιλήσω·
πέρασαν κιόλας είκοσι, αφότου εκείνος φεύγοντας άφησε
πίσω την πατρίδα μου.
Κι όμως θα σου τον περιγράψω, όπως τον φέρνει η φαντασία μου.
Χλαίνη φορούσε πορφυρή, σγουρή, διπλόφαρδη ο θείος Οδυσσέας,
διπλά θηλυκωμένη με χρυσή περόνη, και πάνω της στολίδι σκαλισμένο:
σκύλος στα μπροστινά του πόδια κράταγε κατάστικτο ελαφάκι,
το δάγκωνε, κι αυτό να σπαρταρά· όλοι κοιτούσαν κι αποθαύμαζαν
το χρυσαφένιο σύμπλεγμα· έβλεπες το σκυλί το νεογνό να πνίγει
κι αυτό να θέλει να ξεφύγει σπαρταρώντας απ᾽ τη δαγκάνη των ποδιών.
Όσο για τον χιτώνα που κατάσαρκα φορούσε, τον είδα φωτεινό,
λεπτό σαν φλούδα κρεμμυδιού γυαλίζοντας, τόσο που ήταν
μαλακός, λάμποντας σαν τον ήλιο —
πολλές γυναίκες βλέποντας δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους.
Και κάτι ακόμη θα σου πω, για να μου το θυμάσαι·
δεν ξέρω αν τα ρούχα αυτά ο Οδυσσέας τα φόραγε στο σπίτι
ή μήπως του τα χάρισε κάποιος του σύντροφος, ενώ ταξίδευε
πάνω στο γρήγορο πλεούμενο, μπορεί και φίλος που τον φιλοξένησε,
γιατί πολλοί τον Οδυσσέα αγάπησαν — λίγοι Αχαιοί
240του έμοιαξαν σ᾽ αυτό.
Κι εγώ του χάρισα χάλκινο ξίφος, πανωφόρι ωραίο,
διπλόφαρδο και πορφυρό, χιτώνα με δέρμα ξακρισμένο.
Τέλος τον ξεπροβόδισα με σέβας και τιμή ως το γεροδεμένο του καράβι.
Και κάτι ακόμη· είχε, στα χρόνια κάπως μεγαλύτερο, τον κήρυκά του συνοδό —
γι᾽ αυτόν μπορώ να πω πώς έδειχνε στην όψη:
ώμοι λιγάκι στρογγυλοί, το δέρμα μελαψό, σγουρά μαλλιά,
τον λέγαν Ευρυβάτη· αυτόν από όλους τους συντρόφους
ο Οδυσσέας τιμούσε πιο πολύ, γιατί είχε γνώμη
ταιριαστή με τη δική του.»
Έτσι μιλώντας, κι άλλο της άναψε τον πόθο για θρήνο γοερό,
250αναγνωρίζοντας σημάδια απαραγνώριστα στα λόγια του Οδυσσέα.
Όταν συνήλθε, πήρε ξανά τον λόγο λέγοντας:
«Ξένε μου, σε συμπάθησα απ᾽ την αρχή, μα τώρα θα μου γίνεις
φίλος πολύτιμος σε τούτο το παλάτι.
Να ξέρεις, τα ρούχα αυτά που λες εγώ του τα ᾽δωσα, αφού τα δίπλωσα
στην κάμαρή μου κι έβαλα πάνω τους περόνη λαμπερή,
να καμαρώνει όταν τα φορεί.
Κι όμως εγώ δεν θα τον ξαναδώ στο σπίτι να γυρίζει,
να δει κι αυτός μια μέρα την πατρίδα του.
Μοίρα κακή τον στρίμωξε να φύγει, σε βαθουλό ανεβαίνοντας καράβι,
260το Κακοΐλιο να πάει να δει, το ακατονόμαστο.»
|