Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.116.1-5.126.2)

[5.116.1] Κύπριοι μὲν δὴ ἐνιαυτὸν ἐλεύθεροι γενόμενοι αὖτις ἐκ νέης κατεδεδούλωντο· Δαυρίσης δὲ ἔχων Δαρείου θυγατέρα καὶ Ὑμαίης τε καὶ Ὀτάνης, ἄλλοι Πέρσαι στρατηγοί, ἔχοντες καὶ οὗτοι Δαρείου θυγατέρας, ἐπιδιώξαντες τοὺς ἐς Σάρδις στρατευσαμένους Ἰώνων καὶ ἐσαράξαντές σφεας ἐς τὰς νέας, τῇ μάχῃ ὡς ἐπεκράτησαν, τὸ ἐνθεῦτεν ἐπιδιελόμενοι τὰς πόλις ἐπόρθεον. [5.117.1] Δαυρίσης μὲν τραπόμενος πρὸς τὰς ἐν Ἑλλησπόντῳ πόλις εἷλε μὲν Δάρδανον, εἷλε δὲ Ἄβυδόν τε καὶ Περκώτην καὶ Λάμψακον καὶ Παισόν· ταύτας μίαν ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ αἵρεε, ἀπὸ δὲ Παισοῦ ἐλαύνοντί οἱ ἐπὶ Πάριον πόλιν ἦλθε ἀγγελίη τοὺς Κᾶρας τὠυτὸ Ἴωσι φρονήσαντας ἀπεστάναι ἀπὸ Περσέων. ἀποστρέψας ὦν ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου ἤλαυνε τὸν στρατὸν ἐπὶ τὴν Καρίην. [5.118.1] καί κως ταῦτα τοῖσι Καρσὶ ἐξαγγέλθη πρότερον ἢ τὸν Δαυρίσην ἀπικέσθαι. πυθόμενοι δὲ οἱ Κᾶρες συνελέγοντο ἐπὶ Λευκάς τε Στήλας καλεομένας καὶ ποταμὸν Μαρσύην, ὃς ῥέων ἐκ τῆς Ἰδριάδος χώρης ἐς τὸν Μαίανδρον ἐκδιδοῖ. [5.118.2] συλλεχθέντων δὲ τῶν Καρῶν ἐνθαῦτα ἐγίνοντο βουλαὶ ἄλλαι τε πολλαὶ καὶ ἀρίστη γε δοκέουσα εἶναι ἐμοὶ Πιξωδάρου τοῦ Μαυσώλου ἀνδρὸς Κινδυέος, ὃς τοῦ Κιλίκων βασιλέος Συεννέσιος εἶχε θυγατέρα. τούτου τοῦ ἀνδρὸς ἡ γνώμη ἔφερε διαβάντας τὸν Μαίανδρον τοὺς Κᾶρας καὶ κατὰ νώτου ἔχοντας τὸν ποταμὸν οὕτω συμβάλλειν, ἵνα μὴ ἔχοντες ὀπίσω φεύγειν οἱ Κᾶρες αὐτοῦ τε μένειν ἀναγκαζόμενοι γινοίατο ἔτι ἀμείνονες τῆς φύσιος. [5.118.3] αὕτη μέν νυν οὐκ ἐνίκα ἡ γνώμη, ἀλλὰ τοῖσι Πέρσῃσι κατὰ νώτου γίνεσθαι τὸν Μαίανδρον μᾶλλον ἢ σφίσι, δηλαδὴ ἢν φυγὴ τῶν Περσέων γένηται καὶ ἑσσωθέωσι τῇ συμβολῇ, ὡς οὐκ ἀπονοστήσουσι ἐς τὸν ποταμὸν ἐσπίπτοντες. [5.119.1] μετὰ δὲ παρεόντων καὶ διαβάντων τὸν Μαίανδρον τῶν Περσέων ἐνθαῦτα ἐπὶ τῷ Μαρσύῃ ποταμῷ συνέβαλόν τε τοῖσι Πέρσῃσι οἱ Κᾶρες καὶ μάχην ἐμαχέσαντο ἰσχυρὴν καὶ ἐπὶ χρόνον πολλόν, τέλος δὲ ἑσσώθησαν διὰ πλῆθος. Περσέων μὲν δὴ ἔπεσον ἄνδρες ἐς δισχιλίους, Καρῶν δὲ ἐς μυρίους. [5.119.2] ἐνθεῦτεν δὲ οἱ διαφυγόντες αὐτῶν κατειλήθησαν ἐς Λάβραυνδα ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν, μέγα τε καὶ ἅγιον ἄλσος πλατανίστων. μοῦνοι δὲ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Κᾶρές εἰσι οἳ Διὶ Στρατίῳ θυσίας ἀνάγουσι. κατειληθέντες δὲ ὦν οὗτοι ἐνθαῦτα ἐβουλεύοντο περὶ σωτηρίης, ὁκότερα ἢ παραδόντες σφέας αὐτοὺς Πέρσῃσι ἢ ἐκλιπόντες τὸ παράπαν τὴν Ἀσίην ἄμεινον πρήξουσι. [5.120.1] βουλευομένοισι δέ σφι ταῦτα παραγίνονται βοηθέοντες Μιλήσιοί τε καὶ οἱ τούτων σύμμαχοι. ἐνθαῦτα δὲ τὰ μὲν πρότερον οἱ Κᾶρες ἐβουλεύοντο μετῆκαν, οἱ δὲ αὖτις πολεμέειν ἐξ ἀρχῆς ἀρτέοντο. καὶ ἐπιοῦσί τε τοῖσι Πέρσῃσι συμβάλλουσι καὶ μαχεσάμενοι ἐπὶ πλέον ἢ πρότερον ἑσσώθησαν· πεσόντων δὲ τῶν πάντων πολλῶν μάλιστα Μιλήσιοι ἐπλήγησαν. [5.121.1] μετὰ δὲ τοῦτο τὸ τρῶμα ἀνέλαβόν τε καὶ ἀνεμαχέσαντο οἱ Κᾶρες. πυθόμενοι γὰρ ὡς στρατεύεσθαι ὁρμέαται οἱ Πέρσαι ἐπὶ τὰς πόλις σφέων, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν, ἐς τὴν ἐμπεσόντες οἱ Πέρσαι νυκτὸς διεφθάρησαν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ στρατηγοὶ αὐτῶν, Δαυρίσης καὶ Ἀμόργης καὶ Σισιμάκης· σὺν δέ σφι ἀπέθανε καὶ Μύρσος ὁ Γύγεω. τοῦ δὲ λόχου τούτου ἡγεμὼν ἦν Ἡρακλείδης Ἰβανώλλιος ἀνὴρ Μυλασεύς. οὗτοι μέν νυν τῶν Περσέων οὕτω διεφθάρησαν, [5.122.1] Ὑμαίης δὲ καὶ αὐτὸς ἐὼν τῶν ἐπιδιωξάντων τοὺς ἐς Σάρδις στρατευσαμένους Ἰώνων, τραπόμενος ἐς τὴν Προποντίδα εἷλε Κίον τὴν Μυσίην. [5.122.2] ταύτην δὲ ἐξελών, ὡς ἐπύθετο τὸν Ἑλλήσποντον ἐκλελοιπέναι Δαυρίσην καὶ στρατεύεσθαι ἐπὶ Καρίης, καταλιπὼν τὴν Προποντίδα ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἦγε τὸν στρατόν, καὶ εἷλε μὲν Αἰολέας πάντας ὅσοι τὴν Ἰλιάδα νέμονται, εἷλε δὲ Γέργιθας τοὺς ὑπολειφθέντας τῶν ἀρχαίων Τευκρῶν. αὐτός τε Ὑμαίης αἱρέων ταῦτα τὰ ἔθνεα νούσῳ τελευτᾷ ἐν τῇ Τρῳάδι. [5.123.1] οὗτος μὲν δὴ οὕτω ἐτελεύτησε, Ἀρταφρένης δὲ ὁ Σαρδίων ὕπαρχος καὶ Ὀτάνης ὁ τρίτος στρατηγὸς ἐτάχθησαν ἐπὶ τὴν Ἰωνίην καὶ τὴν προσεχέα Αἰολίδα στρατεύεσθαι. Ἰωνίης μέν νυν Κλαζομενὰς αἱρέουσι, Αἰολέων δὲ Κύμην. [5.124.1] ἁλισκομένων δὲ τῶν πολίων, ἦν γάρ, ὡς διέδεξε, Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήσιος ψυχὴν οὐκ ἄκρος, ὃς ταράξας τὴν Ἰωνίην καὶ ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα δρησμὸν ἐβούλευε ὁρῶν ταῦτα· πρὸς δέ οἱ καὶ ἀδύνατα ἐφάνη βασιλέα Δαρεῖον ὑπερβαλέσθαι· [5.124.2] πρὸς ταῦτα δὴ ὦν συγκαλέσας τοὺς συστασιώτας ἐβουλεύετο, λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι, ἢν ἄρα ἐξωθέωνται ἐκ τῆς Μιλήτου, εἴτε δὴ ὦν ἐς Σαρδὼ ἐκ τοῦ τόπου τούτου ἄγοι ἐς ἀποικίην, εἴτε ἐς Μύρκινον τὴν Ἠδωνῶν, τὴν Ἱστιαῖος ἐτείχεε παρὰ Δαρείου δωρεὴν λαβών. ταῦτα ἐπειρώτα ὁ Ἀρισταγόρης. [5.125.1] Ἑκαταίου μέν νυν τοῦ Ἠγησάνδρου, ἀνδρὸς λογοποιοῦ, τουτέων μὲν ἐς οὐδετέρην στέλλειν ἔφερε ἡ γνώμη, ἐν Λέρῳ δὲ τῇ νήσῳ τεῖχος οἰκοδομησάμενον ἡσυχίην ἄγειν, ἢν ἐκπέσῃ ἐκ τῆς Μιλήτου· ἔπειτα δὲ ἐκ ταύτης ὁρμώμενον κατελεύσεσθαι ἐς τὴν Μίλητον. [5.126.1] ταῦτα μὲν δὴ Ἑκαταῖος συνεβούλευε, αὐτῷ δὲ Ἀρισταγόρῃ ἡ γνώμη πλείστη ἦν ἐς τὴν Μύρκινον ἀπάγειν. τὴν μὲν δὴ Μίλητον ἐπιτρέπει Πυθαγόρῃ ἀνδρὶ τῶν ἀστῶν δοκίμῳ, αὐτὸς δὲ παραλαβὼν πάντα τὸν βουλόμενον ἔπλεε ἐς τὴν Θρηίκην καὶ ἔσχε τὴν χώρην ἐπ᾽ ἣν ἐστάλη. [5.126.2] ἐκ δὲ ταύτης ὁρμώμενος ἀπόλλυται ὑπὸ Θρηίκων αὐτός τε ὁ Ἀρισταγόρης καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦ, πόλιν περικατήμενος καὶ βουλομένων τῶν Θρηίκων ὑποσπόνδων ἐξιέναι.

[5.116.1] Λοιπόν οι Κύπριοι, αφού έζησαν ελεύθεροι ένα χρόνο, ξαναγύρισαν πάλι στη σκλαβιά. Κι ο Δαυρίσης, που είχε γυναίκα θυγατέρα του Δαρείου, κι ο Υμαίης κι ο Οτάνης κι άλλοι Πέρσες στρατηγοί, που κι αυτοί είχαν γυναίκες θυγατέρες του Δαρείου, αφού καταδίωξαν το εκστρατευτικό σώμα των Ιώνων που επιτέθηκε στις Σάρδεις και τους στρίμωξαν στα καράβια, καθώς βγήκαν νικητές στον πόλεμο, αποκεί και πέρα μοιράστηκαν τις πόλεις αναμεταξύ τους και τις κυρίευαν.
[5.117.1] Ο Δαυρίσης λοιπόν στράφηκε προς τις πόλεις του Ελλησπόντου και κυρίεψε τη Δάρδανο, κυρίεψε και την Άβυδο και την Περκώτη και τη Λάμψακο και την Παισό· κάθε μέρα κυρίευε κι από μια τους, αλλά, όταν από την Παισό κατευθυνόταν προς την πόλη Πάριο, του ήρθε είδηση πως οι Κάρες έγιναν ένα με τους Ίωνες κι επαναστάτησαν εναντίον των Περσών. Γύρισε λοιπόν από τον Ελλήσποντο και κατευθύνθηκε με το στρατό του εναντίον της Καρίας.
[5.118.1] Και δεν ξέρω πώς αυτές τις κινήσεις τις πληροφορήθηκαν οι Κάρες προτού φτάσει ο Δαυρίσης. Κι όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά οι Κάρες, έκαναν σύσκεψη στις λεγόμενες Λευκές Στήλες, στον ποταμό Μαρσύα, που κυλώντας τα νερά του απ᾽ την περιοχή Ιδριάδα χύνεται στον Μαίανδρο. [5.118.2] Και σ᾽ αυτή τη σύναξη των Καρών ακούστηκαν κι άλλες πολλές γνώμες, κι αυτή που πιστεύω πως ήταν η καλύτερη, του Πιξωδάρου από την Κινδύη, του γιου του Μαυσώλου, που είχε γυναίκα τη θυγατέρα του Συέννεση, του βασιλιά των Κιλίκων. Με τη γνώμη του ο Πιξώδαρος παρακινούσε τους Κάρες να διαβούν τον Μαίανδρο και να έρθουν στα χέρια με τον εχθρό έχοντας τον ποταμό στα νώτα τους, ώστε, μη έχοντας δρόμο υποχώρησης, οι Κάρες ν᾽ αναγκαστούν να μείνουν στις γραμμές τους και να δείξουν αντρειοσύνη μεγαλύτερη απ᾽ αυτή που είχαν από φυσικού τους. [5.118.3] Λοιπόν αυτή η γνώμη δεν κέρδισε την προτίμησή τους, αλλά πως καλύτερα να έχουν τον ποταμό στα νώτα τους οι Πέρσες παρά αυτοί, δηλαδή, αν οι Πέρσες τραπούν σε φυγή και νικηθούν στη μάχη, να πέφτουν στο ποτάμι και να μη γυρίσουν στην πατρίδα τους.
[5.119.1] Κι ύστερα, όταν εμφανίστηκαν οι Πέρσες και διάβηκαν τον Μαίανδρο, τότε στις όχθες του ποταμού Μαρσύα ήρθαν οι Κάρες στα χέρια με τους Πέρσες κι έδωσαν μάχη δυνατή που βάσταξε πολλή ώρα, στο τέλος όμως νικήθηκαν από το πλήθος του εχθρού. Έπεσαν λοιπόν νεκροί Πέρσες περίπου δυο χιλιάδες και Κάρες περίπου δέκα χιλιάδες. [5.119.2] Κι αποκεί, όσοι απ᾽ αυτούς γλίτωσαν φεύγοντας, πήγαν και στοιβάχτηκαν στα Λάβραυνδα, στο λατρευτικό τέμενος του Δία του Στρατίου, ένα μεγάλο και ιερό δάσος με πλατάνια. Κι απ᾽ όσους λαούς ξέρουμε μονάχα οι Κάρες είναι που προσφέρουν θυσίες στον Στράτιο Δία. Στοιβαγμένοι λοιπόν εκεί σκέφτονταν πώς να σωθούν, τί να προτιμήσουν, να παραδοθούν στους Πέρσες ή να εγκαταλείψουν οριστικά την Ασία.
[5.120.1] Αυτά συζητούσαν στη σύσκεψή τους, όταν φάνηκαν οι Μιλήσιοι και οι σύμμαχοί τους που ήρθαν για ενίσχυση. Τότε οι Κάρες άφησαν κατά μέρος τις προηγούμενες σκέψεις τους κι αμέσως ετοιμάζονταν να ξαναρχίσουν τον πόλεμο. Κι όταν οι Πέρσες τούς επιτέθηκαν, ήρθαν στα χέρια κι η ήττα τους ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη· έπεσαν πολλοί νεκροί απ᾽ όλη την παράταξή τους, αλλά το μεγαλύτερο χτύπημα το δέχτηκαν οι Μιλήσιοι.
[5.121.1] Κι απ᾽ αυτό όμως το χτύπημα οι Κάρες συνήλθαν και πήραν πίσω το αίμα τους. Δηλαδή, μαθαίνοντας πως οι Πέρσες ξεκίνησαν με στρατό να χτυπήσουν τις πολιτείες τους, έστησαν καρτέρι στο δρόμο της Πηδάσου, κι οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα τη νύχτα κι αφανίστηκαν και ο στρατός και οι στρατηγοί τους, ο Δαυρίσης κι ο Αμόργης κι ο Σισιμάκης, και μαζί τους σκοτώθηκε κι ο Μύρσος, ο γιος του Γύγη. Κι αρχηγός σ᾽ αυτή την ενέδρα ήταν ο Ηρακλείδης από τα Μύλασα, γιος του Ιβανώλλη.
Λοιπόν αυτοί οι Πέρσες έτσι αφανίστηκαν, [5.122.1] κι ο Υμαίης, κι αυτός από κείνους που καταδίωξαν τους Ίωνες που εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, στράφηκε προς την Προποντίδα και κυρίεψε την Κίο της Μυσίας. [5.122.2] Κυρίεψε αυτή την πολιτεία και κατόπι, όταν έμαθε πως ο Δαυρίσης είχε εγκαταλείψει τον Ελλήσποντο και βάδιζε με το στρατό του εναντίον της Καρίας, άφησε κατά μέρος την Προποντίδα και οδήγησε το στρατό του εναντίον του Ελλησπόντου και κυρίεψε όλες τις αιολικές πόλεις της περιοχής της Τροίας, κυρίεψε και τους Γέργιθες, τ᾽ απομεινάρια των αρχαίων Τευκρών. Τέλος ετούτος ο Υμαίης, που κυρίεψε όλους αυτούς τους λαούς, πέθανε άρρωστος στην Τρωάδα.
[5.123.1] Αυτός λοιπόν τέτοιο θάνατο βρήκε, κι ο Αρταφρένης, ο αντιβασιλέας των Σάρδεων, κι ο Οτάνης, ο τρίτος στρατηγός, πήραν διαταγή να βαδίσουν με στρατό εναντίον της Ιωνίας και της γειτονικής της Αιολίδας. Κυριεύουν λοιπόν τις Κλαζομενές της Ιωνίας και την Κύμη της Αιολίας.
[5.124.1] Και καθώς οι πολιτείες έπεφταν στα χέρια του εχθρού, ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος —γιατί, όπως έδειξαν τα πράματα, δεν το ᾽λεγε η καρδιά του— βλέποντας αυτά κι ακόμα κρίνοντας αδύνατο να τα βγάλει πέρα με το βασιλιά Δαρείο, σχεδίαζε να φύγει για να γλιτώσει, αυτός που έκανε άνω κάτω την Ιωνία κι άναψε φωτιές μεγάλες! [5.124.2] Για όλ᾽ αυτά λοιπόν κάλεσε σε σύσκεψη όσους στάθηκαν μαζί του πρωτεργάτες της επανάστασης κι έλεγε πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να εξασφαλίσουν κάποιο καταφύγιο, στην περίπτωση βέβαια που θ᾽ αποδιωχτούν από τη Μίλητο· δηλαδή να πάρει κόσμο αποκεί για να ιδρύσει αποικία είτε στη Σαρδηνία είτε στη Μύρκινο των Ηδωνών, που ο Ιστιαίος την πήρε δώρο απ᾽ το Δαρείο και την οχύρωνε με τείχος. Αυτά τα ερωτήματα έθεσε ο Αρισταγόρας.
[5.125.1] Λοιπόν η γνώμη του Εκαταίου, του γιου του Ηγησάνδρου, του λογογράφου, του συνιστούσε να μη ξεσηκωθεί ούτε για τη μια ούτε για την άλλη χώρα, αλλά, αν τον αποδιώξουν από τη Μίλητο, να χτίσει τείχος στο νησί Λέρο κι εκεί ν᾽ αποφεύγει κάθε ενέργεια· κι αργότερα, έχοντάς το ως ορμητήριο, να γυρίσει απ᾽ την εξορία στη Μίλητο.
[5.126.1] Αυτή λοιπόν ήταν η συμβουλή του Εκαταίου, όμως ο Αρισταγόρας έβρισκε καλύτερη τη γνώμη να σηκωθεί να πάει στη Μύρκινο. Άφησε λοιπόν τοποτηρητή του στη Μίλητο τον Πυθαγόρα, άντρα που τον είχαν σε υπόληψη στην πόλη, κι ο ίδιος, παίρνοντας μαζί του όσους ήθελαν, κατευθύνθηκε με καράβια στη Θράκη και πήρε στην εξουσία του την περιοχή για την οποία ξεκίνησε. [5.126.2] Κι αποκεί κίνησε για εκστρατεία κι αφανίστηκε κι ο ίδιος κι ο στρατός του από τους Θράκες, ενώ πολιορκούσε μια πόλη και οι Θράκες δέχονταν να την εγκαταλείψουν με συνθήκες.