Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.27.1-6.27.6)

[6.27.1] Ὡς δὲ ἀφίκετο ἐς τῶν Γαδρωσίων τὰ βασίλεια, ἀναπαύει ἐνταῦθα τὴν στρατιάν. καὶ Ἀπολλοφάνην μὲν παύει τῆς σατραπείας, ὅτι οὐδενὸς ἔγνω ἐπιμεληθέντα τῶν προεπηγγελμένων, Θόαντα δὲ σατραπεύειν τῶν ταύτῃ ἔταξε· τούτου δὲ νόσῳ τελευτήσαντος Σιβύρτιος τὴν σατραπείαν ἐκδέχεται· ὁ αὐτὸς δὲ καὶ Καρμανίας σατράπης ἦν νεωστὶ ἐξ Ἀλεξάνδρου ταχθείς· τότε δὲ τούτῳ μὲν Ἀραχωτῶν τε καὶ τῶν Γαδρωσίων ἄρχειν ἐδόθη, Καρμανίαν δὲ ἔσχε Τληπόλεμος ὁ Πυθοφάνους. [6.27.2] ἤδη τε ἐπὶ Καρμανίας προὐχώρει ὁ βασιλεὺς καὶ ἀγγέλλεται αὐτῷ Φίλιππον τὸν σατράπην τῆς Ἰνδῶν γῆς ἐπιβουλευθέντα πρὸς τῶν μισθοφόρων δόλῳ ἀποθανεῖν, τοὺς δὲ ἀποκτείναντας ὅτι οἱ σωματοφύλακες τοῦ Φιλίππου οἱ Μακεδόνες τοὺς μὲν ἐν αὐτῷ τῷ ἔργῳ, τοὺς δὲ καὶ ὕστερον λαβόντες ἀπέκτειναν. ταῦτα δὲ ὡς ἔγνω, ἐκπέμπει γράμματα ἐς Ἰνδοὺς παρὰ Εὔδαμόν τε καὶ Ταξίλην ἐπιμελεῖσθαι τῆς χώρας τῆς πρόσθεν ὑπὸ Φιλίππῳ τεταγμένης ἔστ᾽ ἂν αὐτὸς σατράπην ἐκπέμψῃ ἐπ᾽ αὐτῆς.
[6.27.3] Ἤδη δ᾽ ἐς Καρμανίαν ἥκοντος Ἀλεξάνδρου Κρατερὸς ἀφικνεῖται, τήν τε ἄλλην στρατιὰν ἅμα οἷ ἄγων καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ Ὀρδάνην τὸν ἀποστάντα καὶ νεωτερίσαντα συνειληφώς. ἐνταῦθα δὲ Στασάνωρ τε ὁ Ἀρείων καὶ ὁ Ζαραγγῶν σατράπης ἧκεν καὶ ξὺν αὐτοῖς Φαρισμάνης ὁ Φραταφέρνου τοῦ Παρθυαίων καὶ Ὑρκανίων σατράπου παῖς. ἧκον δὲ καὶ οἱ στρατηγοὶ οἱ ὑπολειφθέντες ἅμα Παρμενίωνι ἐπὶ τῆς στρατιᾶς τῆς ἐν Μηδίᾳ, Κλέανδρός τε καὶ Σιτάλκης καὶ Ἡράκων, τὴν πολλὴν τῆς στρατιᾶς καὶ οὗτοι ἄγοντες. [6.27.4] τοὺς μὲν δὴ ἀμφὶ Κλέανδρόν τε καὶ Σιτάλκην πολλὰ ἐπικαλούντων αὐτοῖς τῶν τε ἐγχωρίων καὶ τῆς στρατιᾶς αὐτῆς, ὡς ἱερά τε πρὸς αὐτῶν σεσυλημένα καὶ θήκας παλαιὰς κεκινημένας καὶ ἄλλα ἄδικα ἔργα ‹ἐς› τοὺς ὑπηκόους τετολμημένα καὶ ἀτάσθαλα, ταῦτα ὡς ἐξηγγέλθη, τοὺς μὲν ἀπέκτεινεν, ὡς καὶ τοῖς ἄλλοις δέος εἶναι, ὅσοι σατράπαι ἢ ὕπαρχοι ἢ νομάρχαι ἀπολείποιντο, τὰ ἴσα ἐκείνοις πλημμελοῦντας πείσεσθαι· [6.27.5] (καὶ τοῦτο, εἴπερ τι ἄλλο, κατέσχεν ἐν κόσμῳ τὰ ἔθνη τὰ ἐξ Ἀλεξάνδρου δοριάλωτα ἢ ἑκόντα προσχωρήσαντα, τοσαῦτα μὲν πλήθει ὄντα, τόσον δὲ ἀλλήλων ἀφεστηκότα, ὅτι οὐκ ἐξῆν ὑπὸ τῇ Ἀλεξάνδρου βασιλείᾳ ἀδικεῖσθαι τοὺς ἀρχομένους ὑπὸ τῶν ἀρχόντων·) Ἡράκων δὲ τότε μὲν ἀφείθη τῆς αἰτίας· ὀλίγον δὲ ὕστερον ἐξελεγχθεὶς πρὸς ἀνδρῶν Σουσίων σεσυληκέναι τὸ ἐν Σούσοις ἱερὸν καὶ οὗτος ἔδωκεν δίκην. [6.27.6] οἱ δὲ σὺν Στασάνορι καὶ Φραταφέρνῃ πλῆθός τε ὑποζυγίων παρ᾽ Ἀλέξανδρον ἄγοντες ἦλθον καὶ καμήλους πολλάς, ὡς ἔμαθον ὅτι τὴν ἐπὶ Γαδρωσίων ἄγει, εἰκάσαντες ὅτι τὰ αὐτὰ ἐκεῖνα πείσεται αὐτῷ ἡ στρατιὰ ἃ δὴ ἔπαθε· καὶ οὖν καὶ ἐν καιρῷ μὲν καὶ οὗτοι ἀφίκοντο, ἐν καιρῷ δὲ αἱ κάμηλοί τε καὶ τὰ ὑποζύγια· διένειμε γὰρ ξύμπαντα Ἀλέξανδρος τοῖς μὲν ἡγεμόσι κατ᾽ ἄνδρα, τοῖς δὲ κατ᾽ ἴλας τε καὶ ἑκατοστύας, τοῖς δὲ κατὰ λόχους, ὅπως τὸ πλῆθος τῶν ὑποζυγίων τε καὶ καμήλων αὐτῷ ξυνέβαινεν.

[6.27.1] Όταν έφθασε ο Αλέξανδρος στην πρωτεύουσα της Γαδρωσίας, ξεκούρασε εκεί τον στρατό του. Απομάκρυνε από τη σατραπεία τον Απολλοφάνη, επειδή έμαθε ότι δεν φρόντισε για τίποτε από όσα του είχε παραγγείλει πρωτύτερα, και διόρισε σατράπη των περιοχών εκείνων τον Θόαντα. Επειδή όμως αυτός πέθανε από αρρώστια, ανέλαβε τη σατραπεία ο Σιβύρτιος. Ο ίδιος ήταν σατράπης και της Καρμανίας, πρόσφατα διορισμένος από τον Αλέξανδρο, τότε όμως του παραχωρήθηκαν η Αραχωσία και η Γαδρωσία για να τις διοικεί, ενώ ο Τληπόλεμος ο γιος του Πυθοφάνη, ανέλαβε την Καρμανία. [6.27.2] Προχωρούσε ήδη ο βασιλιάς για την Καρμανία, όταν του ανήγγειλαν ότι ο Φίλιππος, ο σατράπης της Ινδίας, φονεύθηκε με δόλο από τους μισθοφόρους που συνωμότησαν εναντίον του, αλλά ότι οι Μακεδόνες σωματοφύλακες του Φιλίππου σκότωσαν τους δολοφόνους του, άλλους κατά τη διάπραξη του φόνου και άλλους αργότερα, όταν τους συνέλαβαν. Όταν το πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος, έστειλε επιστολές στην Ινδία προς τον Εύδαμο και τον Ταξίλη γράφοντάς τους να αναλάβουν την περιοχή που ήταν προηγουμένως στην εξουσία του Φιλίππου, ώσπου να στείλει ο ίδιος σατράπη γι᾽ αυτήν.
[6.27.3] Όταν είχε πλέον φθάσει στην Καρμανία ο Αλέξανδρος, ήρθε ο Κρατερός μαζί με τον υπόλοιπο στρατό και τους ελέφαντες και τον Ορδάνη, τον οποίο είχε συλλάβει επειδή στασίασε και προκάλεσε ταραχές. Ήρθε εδώ ο Στασάνωρ, ο σατράπης των Αρείων και των Ζαραγγών, και μαζί με αυτούς ο Φαρισμάνης, ο γιος του Φραταφέρνη, που ήταν σατράπης των Πάρθων και Υρκανίων. Ήρθαν επίσης και οι στρατηγοί που είχαν μείνει πίσω με τον Παρμενίωνα επικεφαλής του στρατού της Μηδίας, ο Κλέανδρος και ο Σιτάλκης και ο Ηράκων, φέρνοντας και αυτοί το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους. [6.27.4] Οι ντόπιοι, λοιπόν, αλλά και ο ίδιος ο στρατός κατηγόρησαν για πολλές καταχρήσεις τον Κλέανδρο, τον Σιτάλκη και τους φίλους τους, ότι δηλαδή είχαν συλήσει ιερά, ότι είχαν παραβιάσει παλαιούς τάφους και ότι είχαν αποτολμήσει εναντίον των υπηκόων τους και άλλες άδικες και ανόσιες πράξεις. Μόλις τα ανήγγειλαν, ο Αλέξανδρος τους εκτέλεσε, ώστε να υπάρχει ο φόβος και στους άλλους σατράπες ή υπάρχους ή νομάρχες, που είχαν μείνει πίσω, ότι θα πάθουν τα ίδια με εκείνους, αν διαπράττουν ανοσιουργήματα. [6.27.5] (Η πράξη αυτή του Αλεξάνδρου περισσότερο από κάθε άλλη συγκράτησε σε τάξη τους λαούς που ο Αλέξανδρος κατέκτησε με τα όπλα ή που προσχώρησαν σε αυτόν θεληματικά και που ήταν τόσο πολλοί και απείχαν τόσο πολύ μεταξύ τους ότι δηλαδή δεν επιτρεπόταν στο βασίλειό του να αδικούν οι κυρίαρχοι τους υπηκόους τους). Ο Ηράκων τότε αθωώθηκε από την κατηγορία, λίγο όμως αργότερα τιμωρήθηκε και αυτός, επειδή άνθρωποι από τα Σούσα απέδειξαν ότι είχε συλήσει τον ναό των Σούσων. [6.27.6] Ο Στασάνωρ και ο Φραταφέρνης ήρθαν στον Αλέξανδρο με τους άνδρες τους φέρνοντας έναν μεγάλο αριθμό αχθοφόρων ζώων και πολλές καμήλες, μόλις πληροφορήθηκαν ότι πήρε τον δρόμο εκείνο που περνούσε μέσα από τη Γαδρωσία συμπεραίνοντας ότι θα πάθει ο στρατός του εκείνα τα οποία βέβαια έπαθε. Έφθασαν πράγματι έγκαιρα και αυτοί και οι καμήλες και τα αχθοφόρα ζώα· ο Αλέξανδρος τα μοίρασε όλα, στους αρχηγούς από ένα, σε άλλους κατά ίλες και εκατοντάδες, σε άλλους κατά λόχους, ανάλογα με το πόσα αχθοφόρα ζώα και καμήλες συνέβαινε να φθάνουν.