Αλλά τους αλαζονικούς μνηστήρες δεν άφηνε η Αθηνά να σταματήσουν
τη φαρμακερή τους βλάβη, για να σουρώσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Τότε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, πήρε τον λόγο πρώτος
350εμπαίζοντας τον Οδυσσέα, κι έκανε τους άλλους να γελάσουν:
«Μνηστήρες της περίλαμπρης βασίλισσας, ακούστε με
το τι θα πω, γιατί με σπρώχνει η ψυχή μου να το βγάλω απέξω·
λέω πως δεν έφτασε αυτός εδώ στου Οδυσσέα το σπιτικό άθελα των θεών·
όσο κι αν φαίνεται παράλογο, είναι δική του η λάμψη των δαδιών,
την κατεβάζει η κούτρα του, όπου μήτε για δείγμα δεν υπάρχει
κάποια τρίχα.» Κι αμέσως στράφηκε στον Οδυσσέα,
σ᾽ αυτόν που πάτησε της Τροίας το κάστρο:
«Ξενοφερμένε, δέχεσαι αλήθεια, αν σε καπάρωνα, να μου δουλεύεις
πέρα στους μακρινούς αγρούς, μ᾽ ένα μισθό καλούτσικο; να κουβαλάς
πέτρες και χώμα για τους φράχτες, να μου φυτεύεις δέντρα που ψηλώνουν;
360Εγώ θα σου εξασφάλιζα όλον τον χρόνο το ψωμί,
ρούχο να βάλεις πάνω σου, στα πόδια σου ποδήματα.
Αλλά σε βλέπω κακομαθημένο κι ακαμάτη, δεν θα ᾽θελες να ζοριστείς
δουλεύοντας· το ᾽χεις καλύτερο στην πόλη εδώ να σκύβεις
το κεφάλι ζητιανεύοντας, κι έτσι να βόσκεις την ακόρεστη κοιλιά σου.»
Στην πρόκλησή του αυτή απάντησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ευρύμαχε, αν ήτανε οι δυο να παραβγούμε μεταξύ μας
(άνοιξη να ᾽ναι, όταν οι μέρες έχουν μεγαλώσει πια) σ᾽ όποια δουλειά,
ας πούμε κόβοντας χορτάρι, εγώ με το καλόγυρτο
δρεπάνι μου στο χέρι, όμοια κι εσύ, και να ριχτούμε στη δουλειά
370ολονήστικοι, ώσπου να πέσει το σκοτάδι — χόρτο να μη μας λείψει·
αλλά και βόδια αν είχαμε να οργώσουμε, πες τα καλύτερα,
μεγάλα, ορμητικά και καλοχορτασμένα, ισόπαλα στα χρόνια και στη δύναμη,
στον μόχθο ακούραστα, μπροστά μας τέσσερα στρέμματα χωράφι,
χώμα που να υποχωρεί στο αλέτρι, τότε θα μ᾽ έβλεπες μεμιάς
τις αυλακιές ν᾽ ανοίγω απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη.
Ή πόλεμο αν σήκωνε για κάποιο λόγο ο γιος του Κρόνου,
σήμερα, σκουτάρι μόνο να φορούσα και δυο δόρατα,
πάγχαλκο κράνος ταιριασμένο στους κροτάφους·
πάλι θα μ᾽ έβλεπες να πολεμώ με τους προμάχους πρώτος.
380Δεν θα μιλούσες τότε, όπως μιλάς, περιγελώντας την κοιλιά μου.
Μα τώρα επαίρεσαι, σκληρή και αλύγιστη καρδιά, γιατί φαντάζεσαι
πως είσαι μέγας και τρανός, καθώς σε τριγυρίζουν τιποτένιοι κι άνανδροι.
Αν όμως ο Οδυσσέας γύριζε, αν πάλι το χώμα της πατρίδας του πατούσε,
αυτές οι πόρτες, δίφυλλες και διάπλατες, πολύ στενές
θα σου φαίνονταν ξαφνικά, καθώς θα το ᾽βαζες στα πόδια πατώντας
το κατώφλι, για να βρεθείς στον δρόμο.»
Τόσα του είπε, και χολώθηκε τώρα βαριά ο Ευρύμαχος,
λοξά τον κοίταξε, κι όπως του μίλησε, έφυγαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Άτιμε, θα μου το πληρώσεις τούτο το κακό, όσα ξεστόμισες
390με θράσος μπροστά σε τόσους άντρες, και δεν φοβήθηκες
τίποτε και κανένα. Αν δεν παραζαλίστηκες απ᾽ το πολύ κρασί,
είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι᾽ αυτό μας αραδιάζεις φλυαρίες·
το πήρες πάνω σου, που νίκησες τον Ίρο, έναν αλιτήριο ζήτουλα.»
|