Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (33-35)


ΔΙΚΗ
[33] Ῥήτωρ τις ἔοικεν εἶναι ὁ τὴν ἐναντίαν θέμενος. ὁ Διάλογος ἐπὶ τῶν αὐτῶν λέγε. ὑμεῖς δὲ περιμείνατε, διπλάσιον ἀποισόμενοι τὸν μισθὸν ἐπ᾽ ἀμφοτέραις ταῖς δίκαις.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Ἐγὼ δέ, ὦ ἄνδρες δικασταί, μακροὺς μὲν ἀποτείνειν τοὺς λόγους οὐκ ἂν ἐβουλόμην πρὸς ὑμᾶς, ἀλλὰ κατὰ μικρὸν ὥσπερ εἴωθα. ὅμως δὲ ὡς νόμος ἐν τοῖς δικαστηρίοις, οὕτω ποιήσομαι τὴν κατηγορίαν ἰδιώτης παντάπασιν καὶ ἄτεχνος τῶν τοιούτων ὤν· καί μοι τοῦτο ἔστω πρὸς ὑμᾶς τὸ προοίμιον.
Ἃ δὲ ἠδίκημαι καὶ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, ταῦτά ἐστιν, ὅτι με σεμνὸν τέως ὄντα καὶ θεῶν τε πέρι καὶ φύσεως καὶ τῆς τῶν ὅλων περιόδου σκοπούμενον, ὑψηλὸν ἄνω που τῶν νεφῶν ἀεροβατοῦντα, ἔνθα ὁ μέγας ἐν οὐρανῷ Ζεὺς πτηνὸν ἅρμα ἐλαύνων φέρεται, κατασπάσας αὐτὸς ἤδη κατὰ τὴν ἁψῖδα πετόμενον καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψας ἰσοδίαιτον τοῖς πολλοῖς ἐποίησεν, καὶ τὸ μὲν τραγικὸν ἐκεῖνο καὶ σωφρονικὸν προσωπεῖον ἀφεῖλέ μου, κωμικὸν δὲ καὶ σατυρικὸν ἄλλο ἐπέθηκέ μοι καὶ μικροῦ δεῖν γελοῖον. εἶτά μοι εἰς τὸ αὐτὸ φέρων συγκαθεῖρξεν τὸ σκῶμμα καὶ τὸν ἴαμβον καὶ κυνισμὸν καὶ τὸν Εὔπολιν καὶ τὸν Ἀριστοφάνη, δεινοὺς ἄνδρας ἐπικερτομῆσαι τὰ σεμνὰ καὶ χλευάσαι τὰ ὀρθῶς ἔχοντα. τελευταῖον δὲ καὶ Μένιππόν τινα τῶν παλαιῶν κυνῶν μάλα ὑλακτικὸν ὡς δοκεῖ καὶ κάρχαρον ἀνορύξας, καὶ τοῦτον ἐπεισήγαγεν μοι φοβερόν τινα ὡς ἀληθῶς κύνα καὶ τὸ δῆγμα λαθραῖον, ὅσῳ καὶ γελῶν ἅμα ἔδακνεν.
Πῶς οὖν οὐ δεινὰ ὕβρισμαι μηκέτ᾽ ἐπὶ τοῦ οἰκείου διακείμενος, ἀλλὰ κωμῳδῶν καὶ γελωτοποιῶν καὶ ὑποθέσεις ἀλλοκότους ὑποκρινόμενος αὐτῷ; τὸ γὰρ πάντων ἀτοπώτατον, κρᾶσίν τινα παράδοξον κέκραμαι καὶ οὔτε πεζός εἰμι οὔτε ἐπὶ τῶν μέτρων βέβηκα, ἀλλὰ ἱπποκενταύρου δίκην σύνθετόν τι καὶ ξένον φάσμα τοῖς ἀκούουσι δοκῶ.
ΕΡΜΗΣ
[34] Τί οὖν πρὸς ταῦτα ἐρεῖς, ὦ Σύρε;
ΣΥΡΟΣ
Ἀπροσδόκητον, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀγωνίζομαι παρ᾽ ὑμῖν· πάντα γοῦν μᾶλλον ἂν ἤλπισα ἢ τὸν Διάλογον τοιαῦτα ἐρεῖν περὶ ἐμοῦ, ὃν παραλαβὼν ἐγὼ σκυθρωπὸν ἔτι τοῖς πολλοῖς δοκοῦντα καὶ ὑπὸ τῶν συνεχῶν ἐρωτήσεων κατεσκληκότα, καὶ ταύτῃ αἰδέσιμον μὲν εἶναι δοκοῦντα, οὐ πάντῃ δὲ ἡδὺν οὐδὲ τοῖς πλήθεσι κεχαρισμένον, πρῶτον μὲν αὐτὸν ἐπὶ γῆς βαίνειν εἴθισα εἰς τὸν ἀνθρώπινον τοῦτον τρόπον, μετὰ δὲ τὸν αὐχμὸν τὸν πολὺν ἀποπλύνας καὶ μειδιᾶν καταναγκάσας ἡδίω τοῖς ὁρῶσι παρεσκεύασα, ἐπὶ πᾶσι δὲ τὴν κωμῳδίαν αὐτῷ παρέζευξα, καὶ κατὰ τοῦτο πολλήν οἱ μηχανώμενος τὴν εὔνοιαν παρὰ τῶν ἀκουόντων, οἳ τέως τὰς ἀκάνθας τὰς ἐν αὐτῷ δεδιότες ὥσπερ τὸν ἐχῖνον εἰς τὰς χεῖρας λαβεῖν αὐτὸν ἐφυλάττοντο.
Ἀλλ᾽ ἐγὼ οἶδ᾽ ὅπερ μάλιστα λυπεῖ αὐτόν, ὅτι μὴ τὰ γλίσχρα ἐκεῖνα καὶ λεπτὰ κάθημαι πρὸς αὐτὸν σμικρολογούμενος, εἰ ἀθάνατος ἡ ψυχή, καὶ πόσας κοτύλας ὁ θεὸς ὁπότε τὸν κόσμον εἰργάσατο τῆς ἀμιγοῦς καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσης οὐσίας ἐνέχεεν εἰς τὸν κρατῆρα ἐν ᾧ τὰ πάντα ἐκεράννυτο, καὶ εἰ ἡ Ῥητορικὴ πολιτικῆς μορίου εἴδωλον, κολακείας τὸ τέταρτον. χαίρει γὰρ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως τὰ τοιαῦτα λεπτολογῶν καθάπερ οἱ τὴν ψώραν ἡδέως κνώμενοι, καὶ τὸ φρόντισμα ἡδὺ αὐτῷ δοκεῖ καὶ μέγα φρονεῖ ἢν λέγηται ὡς οὐ παντὸς ἀνδρός ἐστι συνιδεῖν ἃ περὶ τῶν ἰδεῶν ὀξυδορκεῖ.
Ταῦτα δηλαδὴ καὶ παρ᾽ ἐμοῦ ἀπαιτεῖ καὶ τὰ πτερὰ ἐκεῖνα ζητεῖ καὶ ἄνω βλέπει τὰ πρὸ τοῖν ποδοῖν οὐχ ὁρῶν. ἐπεὶ τῶν γε ἄλλων ἕνεκα οὐκ ἂν οἶμαι μέμψαιτό μοι, ὡς θοἰμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικόν τι μετενέδυσα, καὶ ταῦτα βάρβαρος αὐτὸς εἶναι δοκῶν· ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῦτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν.
Ἀπολελόγημαι ὡς δυνατὸν ἐμοί· ὑμεῖς δὲ ὁμοίαν τῇ πάλαι τὴν ψῆφον ἐνέγκατε.
ΕΡΜΗΣ
[35] Βαβαί, δέκα ὅλαις κρατεῖς· ὁ γὰρ αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ πάλαι οὐδὲ νῦν ὁμόψηφός ἐστιν. ἀμέλει τοῦτο ἔθος ἐστίν, καὶ πᾶσι τὴν τετρυπημένην οὗτος φέρει· καὶ μὴ παύσαιτο φθονῶν τοῖς ἀρίστοις. ἀλλ᾽ ὑμεῖς μὲν ἄπιτε ἀγαθῇ τύχῃ, αὔριον δὲ τὰς λοιπὰς δικάσομεν.


ΔΙΚΗ
[33] Κάποιος ρήτωρ θα είναι αυτός που τον καταψήφισε. Ο Διάλογος τώρα έχει τον λόγο. Και σεις μείνετε στις θέσεις σας και θα πάρετε διπλό μισθό για τις δυο δίκες.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Εγώ, ω άνδρες δικασταί, δεν θα πω πολλά, αλλά λίγα και σύντομα, όπως συνηθίζω. Δεν έχω ιδέα από δικονομία, ωστόσο θα κάμω την κατηγορία, όπως ορίζει ο νόμος. Αυτό ήταν το προοίμιο μου. Τώρα, οι αδικίες κι οι προσβολές που μου έκαμε ο κατηγορούμενος είναι οι ακόλουθες: Έως τώρα, ήμουν γεμάτος σοβαρότητα και μελετούσα τους θεούς και τη φύση και την εξέλιξη του σύμπαντος. Κι ενώ συνήθιζα να πετώ στα σύννεφα και βρισκόμουν πια στον θόλο τ᾽ ουρανού, όπου τρέχει στο φτερωτό του άρμα ο Ζευς ο επουράνιος, αυτός με τράβηξε κάτω, μου ᾽σπασε τα φτερά, και μ᾽ εξίσωσε με τους κοινούς θνητούς. Ύστερα, μου ᾽βγαλε το τραγικό και φρόνιμο προσωπείο μου, και μου ᾽βαλε άλλο κωμικό, που μ᾽ έχει σχεδόν γελοιοποιήσει. Κάθισε ύστερα κι ανέμιξε μαζί μου την σάτιρα, τον ίαμβο και τον κυνισμό, τον Εύπολι και τον Αριστοφάνη, ανθρώπους συνηθισμένους να περιγελούν καθετί αξιοσέβαστο και να χλευάζουν καθετί σωστό, τώρα δε τελευταία ανακάλυψε και τον Μένιππο, έναν κυνικό από τους παλιούς, που γαβγίζει δυνατά κι έχει δόντια ακονισμένα, και τον έβαλε μέσα κι αυτόν, — αυτόν που κρυφοδαγκάνει και γελώντας ακόμα. Πώς είναι δυνατό να μη θεωρηθεί βρισιά κι ατίμωση για μένα το ότι δεν μ᾽ αφήνει στη φυσική μου μορφή, αλλά με βάζει να υποκρίνομαι κωμικά και παράξενα πράγματα και με κάνει γελοίο στα μάτια του κόσμου; Και το χειρότερο απ᾽ όλα, είναι πως έγινα πια ένα παράδοξο μίγμα, και δεν είμαι πια ούτε πεζός ούτε έμμετρος, αλλά όσοι μ᾽ ακούνε με περνούν για ένα είδος ιπποκενταύρου, παράξενο και σύνθετο τέρας, φάντασμα του άλλου κόσμου!
ΕΡΜΗΣ
[34] Σύρε, τί έχεις ν᾽ αποκριθείς σ᾽ αυτά;
ΣΥΡΟΣ
Αυτή η δίκη είναι για μένα εντελώς απροσδόκητη, ω άνδρες δικασταί. Κάθε άλλο περίμενα παρά να πει τέτοια πράγματα για μένα ο Διάλογος. Εγώ τον βρήκα σκυθρωπό και κατσουφιασμένο και τυραννημένον από τις ατέλειωτες ερωτήσεις, κι όλος ο κόσμος, ναι μεν τον σεβόταν, αλλά δεν τον συμπαθούσε ούτε και είχε καμία σχέση μαζί του. Τον πήρα λοιπόν εγώ, και πρώτα πρώτα τον συνήθισα να περιπατεί στη γη με τον ανθρωπινό αυτό τρόπο, ύστερα τον έπλυνα και τον έκαμα παστρικό και τον ανάγκασα να χαμογελάσει λιγάκι, ώστε να φανεί κάπως συμπαθητικότερος. Τέλος, τον συμφιλίωσα με τη Σάτιρα, και το αποτέλεσμα ήταν να τον αγαπήσουν όλοι, ενώ πρώτα φυλαγόνταν να μη τον πιάσουν στα χέρια τους, γιατί φοβόνταν τ᾽ αγκάθια του, σα να ήταν σκαντζόχοιρος. Ξέρω όμως εγώ τί τον στενοχωρεί περισσότερο από κάθε άλλο: το ότι δεν κάθομαι να συζητώ μαζί του εκείνες τις αερολογίες και τα ψιλολογήματα, αν δηλαδή η ψυχή είναι αθάνατη και πόσα μέτρα από καθαρή κι αμετάβλητη ουσία έχυσε ο θεός μέσα στον κρατήρα της δημιουργίας, όταν έπλασε τον κόσμο, και αν η Ρητορική είναι εικόνα ενός μικρού μέρους της Πολιτικής ή το ένα τέταρτο της Κολακείας. Η χαρά του, βλέπετε, είναι να κάθεται να ψιλοκοσκινίζει αυτές τις μικρολογίες, σαν τον ψωριασμένο που του αρέσει να ξύνεται. Του φαίνεται πως κάτι κάνει, και ξιπάζεται όταν λένε πως δεν μπορεί καθένας να ιδεί αυτά που βλέπει αυτός για τις ιδέες. Τέτοια ζητά κι όλο προς τα ψηλά κοιτάζει, ενώ δεν βλέπει ούτε μπροστά στα πόδια του. Δεν πιστεύω να έχει κανένα άλλο παράπονο μαζί μου, ότι δηλαδή του πήρα την ελληνική φορεσιά του και την έκαμα βαρβαρική — κι αυτό ενώ εγώ ο ίδιος περνώ για βάρβαρος. Γιατί βέβαια θα ήταν αδικία να του πάρω τη φορεσιά του και να του φορέσω άλλη. Όπως μπόρεσα απολογήθηκα. Ελπίζω ότι θα ψηφίσετε και τώρα, όπως και την πρώτη φορά.
ΕΡΜΗΣ
[35] Περίεργο. Δέκα ψήφους πήρες πάλι, και νικάς. Ο ενδέκατος, ο ίδιος πάλι σε κατεψήφισε και τώρα. Φαίνεται ότι αυτός το ᾽χει συνήθεια να ρίχνει πάντα τρυπημένη ψήφο και δεν θα παύσει να φθονεί τους πιο καλούς. Τώρα, πηγαίνετε στο καλό, κι αύριο θα δικάσουμε τις άλλες.