ΤΙΜΩΝ [41] Εμπρός, δικέλλι μου, λάβε θάρρος για χάρη μου και μην κουραστείς να βγάλεις στο φως το θησαυρό από της γης τα βάθη. Ω Δία θαυματουργέ και αγαπητοί Κορύβαντες και Ερμή κερδώε, από πού ξεφύτρωσε τόσο χρυσάφι; Λες να είναι αυτά ένα όνειρο; Φοβούμαι αλήθεια μήπως ξυπνήσω και βρω άνθρακες. Κι όμως είναι χρυσάφι, κομμένο νόμισμα, κοκκινωπό, βαρύ και γλυκύτατο στην όψη. Ω χρυσάφι, το πιο ωραίο πράγμα που οι άνθρωποι καλοδέχονται. Σαν φλόγα λαμπερή θαμπώνεις νύχτα και μέρα τα μάτια. Έλα φίλτατο και περιπόθητο. Τώρα πια το πιστεύω πως και ο Δίας κάποτε έγινε χρυσάφι. Ποιά κοπέλα δε θα υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες έναν τόσο ωραίο αγαπημένο, που πέφτει σαν βροχή από τη στέγη; [42] Ω Μίδα και Κροίσε και Δελφικά αφιερώματα, δεν είστε λοιπόν τίποτε μπρος στον Τίμωνα και στα πλούτη του Τίμωνα, με τον όποιο φυσικά ούτε ο βασιλιάς των Περσών είναι ίσος. Ω δικέλλι μου, φιλτάτη μου προβιά, είναι ωραίο εσάς να σας αφιερώσω σε τούτον τον Πάνα. Κι εγώ, αφού αγοράσω πια ολόκληρο το χωράφι, έχω σκοπό να οικοδομήσω πύργο πάνω στο θησαυρό κατάλληλο, για να ζω μέσα μόνο εγώ, και θα τον έχω, μου φαίνεται, και τάφο μου, όταν πεθάνω. «Για τον υπόλοιπο βίο μου ας αποφασιστούν και ας νομοθετηθούν αυτά. Με κανέναν επικοινωνία και γνωριμία. Προς όλους περιφρόνηση. Φίλος, ξένος, σύντροφος ή βωμός του Ελέου, φλυαρίες σκέτες. Και η συμπάθεια για έναν που χύνει δάκρυα και η βοήθεια σε έναν που έχει ανάγκη, παρανομία και των εθίμων καταπάτηση. Μοναχική η ζωή όπως και αυτή των λύκων. Και φίλος ένας, ο Τίμων. Και όλοι οι άλλοι εχθροί και επίβουλοι. [43] Ακόμα και η συνομιλία με κάποιον απ᾽ αυτούς να είναι μίασμα, και μόνο το μάτι μου αν πέσει σε κανέναν τους, αποφράδα η ημέρα. Και γενικά να μην έχουν για μας καμιά διαφορά από ανδριάντες μαρμάρινους ή χάλκινους. Και μήτε κήρυκα να δεχόμαστε απ᾽ αυτούς, μήτε να κάνουμε συνθήκες. Η ερημιά να είναι το σύνορο που μας χωρίζει απ᾽ αυτούς. Και φυλή, φράτρα, δήμος και η πατρίδα η ίδια λέξεις ψυχρές και ανώφελες, φιλοδοξίες ανόητων ανθρώπων. Πλούσιος να είναι μόνο ο Τίμων, όλους να τους περιφρονεί και να καλοπερνά μόνος με τον εαυτό του, απαλλαγμένος από κολακείες και επαίνους φορτικούς. Και να θυσιάζει στους θεούς και να παρακάθεται στα συμπόσια μόνος του, γείτονας και πλησίον με τον εαυτό του, κρατώντας μακριά τους άλλους. Και να οριστεί μια φορά να χαιρετίσει τον εαυτό του, όταν είναι να πεθάνει, και να του προσφέρει στεφάνι. [44] Και όνομά μου γλυκύτατο ας είναι ο Μισάνθρωπος. Και γνωρίσματα του χαρακτήρα η παραξενιά, η τραχύτητα, η σκαιότητα, η οργή και η μισανθρωπία. Αν δω πάλι κανέναν μες στη φωτιά να χάνεται και να παρακαλεί να τον σώσω, εγώ με πίσσα και με λάδι να σβήσω τη φωτιά. Και αν το χειμώνα ο ποταμός παρασύρει κάποιον κι εκείνος απλώνοντας τα χέρια παρακαλεί να τον κρατήσω, εγώ σπρώχνοντάς τον να τον βουλιάζω κατακέφαλα, να μην μπορεί να ξαναβγεί επάνω. Γιατί έτσι όλοι αυτοί θα λάβουν τα ίσα. Το νόμο εισηγήθηκε Τίμων ο Εχεκρατίδης από τον Κολλυτό, τον έθεσε σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου ο Τίμων ο ίδιος.»
|