Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (41-44)

ΤΙΜΩΝ
[41] Ἄγε, ὦ δίκελλα, νῦν μοι ἐπίρρωσον σεαυτὴν καὶ μὴ κάμῃς ἐκ τοῦ βάθους τὸν Θησαυρὸν ἐς τοὐμφανὲς προκαλουμένη. ὦ Ζεῦ τεράστιε καὶ φίλοι Κορύβαντες καὶ Ἑρμῆ κερδῷε, πόθεν τοσοῦτον χρυσίον; ἦ που ὄναρ ταῦτά ἐστι; δέδια γοῦν μὴ ἄνθρακας εὕρω ἀνεγρόμενος· ἀλλὰ μὴν χρυσίον ἐστὶν ἐπίσημον, ὑπέρυθρον, βαρὺ καὶ τὴν πρόσοψιν ὑπερήδιστον.
ὦ χρυσέ, δεξίωμα κάλλιστον βροτοῖς·
αἰθόμενον γὰρ πῦρ ἅτε διαπρέπεις καὶ νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν. ἐλθέ, ὦ φίλτατε καὶ ἐρασμιώτατε. νῦν πείθομαί γε καὶ Δία ποτὲ γενέσθαι χρυσόν· τίς γὰρ οὐκ ἂν παρθένος ἀναπεπταμένοις τοῖς κόλποις ὑπεδέξατο οὕτω καλὸν ἐραστὴν διὰ τοῦ τέγους καταρρέοντα; [42] ὦ Μίδα καὶ Κροῖσε καὶ τὰ ἐν Δελφοῖς ἀναθήματα, ὡς οὐδὲν ἄρα ἦτε ὡς πρὸς Τίμωνα καὶ τὸν Τίμωνος πλοῦτον, ᾧ γε οὐδὲ ὁ βασιλεὺς Περσῶν ἴσος.
Ὦ δίκελλα καὶ φιλτάτη διφθέρα, ὑμᾶς μὲν τῷ Πανὶ τούτῳ ἀναθεῖναι καλόν· αὐτὸς δὲ ἤδη πᾶσαν πριάμενος τὴν ἐσχατιάν, πυργίον οἰκοδομησάμενος ὑπὲρ τοῦ θησαυροῦ μόνῳ ἐμοὶ ἱκανὸν ἐνδιαιτᾶσθαι, τὸν αὐτὸν καὶ τάφον ἀποθανὼν ἕξειν μοι δοκῶ. «Δεδόχθω δὲ ταῦτα καὶ νενομοθετήσθω πρὸς τὸν ἐπίλοιπον βίον, ἀμιξία πρὸς ἅπαντας καὶ ἀγνωσία καὶ ὑπεροψία· φίλος δὲ ἢ ξένος ἢ ἑταῖρος ἢ Ἐλέου βωμὸς ὕθλος πολύς· καὶ τὸ οἰκτεῖραι δακρύοντα ἢ ἐπικουρῆσαι δεομένῳ παρανομία καὶ κατάλυσις τῶν ἐθῶν· μονήρης δὲ ἡ δίαιτα καθάπερ τοῖς λύκοις, καὶ φίλος εἷς Τίμων. [43] οἱ δὲ ἄλλοι πάντες ἐχθροὶ καὶ ἐπίβουλοι· καὶ τὸ προσομιλῆσαί τινι αὐτῶν μίασμα· καὶ ἤν τινα ἴδω μόνον, ἀποφρὰς ἡ ἡμέρα· καὶ ὅλως ἀνδριάντων λιθίνων ἢ χαλκῶν μηδὲν ἡμῖν διαφερέτωσαν· καὶ μήτε κήρυκα δεχώμεθα παρ᾽ αὐτῶν μήτε σπονδὰς σπενδώμεθα· ἡ ἐρημία δὲ ὅρος ἔστω πρὸς αὐτούς. φυλέται δὲ καὶ φράτορες καὶ δημόται καὶ ἡ πατρὶς αὐτὴ ψυχρὰ καὶ ἀνωφελῆ ὀνόματα καὶ ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα. πλουτείτω δὲ Τίμων μόνος καὶ ὑπεροράτω ἁπάντων καὶ τρυφάτω μόνος καθ᾽ ἑαυτὸν κολακείας καὶ ἐπαίνων φορτικῶν ἀπηλλαγμένος· καὶ θεοῖς θυέτω καὶ εὐωχείτω μόνος, ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος, ἐκσείων τῶν ἄλλων. καὶ ἅπαξ ἑαυτὸν δεξιώσασθαι δεδόχθω, ἢν δέῃ ἀποθανεῖν, καὶ αὑτῷ στέφανον ἐπενεγκεῖν. [44] καὶ ὄνομα μὲν ἔστω ὁ Μισάνθρωπος ἥδιστον, τοῦ τρόπου δὲ γνωρίσματα δυσκολία καὶ τραχύτης καὶ σκαιότης καὶ ὀργὴ καὶ ἀπανθρωπία· εἰ δέ τινα ἴδοιμι ἐν πυρὶ καταδιαφθειρόμενον καὶ σβεννύναι ἱκετεύοντα, πίττῃ καὶ ἐλαίῳ κατασβεννύναι· καὶ ἤν τινα τοῦ χειμῶνος ὁ ποταμὸς παραφέρῃ, ὁ δὲ τὰς χεῖρας ὀρέγων ἀντιλαβέσθαι δέηται, ὠθεῖν καὶ τοῦτον ἐπὶ κεφαλὴν βαπτίζοντα, ὡς μηδὲ ἀνακύψαι δυνηθείη· οὕτω γὰρ ἂν τὴν ἴσην ἀπολάβοιεν. εἰσηγήσατο τὸν νόμον Τίμων Ἐχεκρατίδου Κολλυτεύς, ἐπεψήφισεν τῇ ἐκκλησίᾳ Τίμων ὁ αὐτός.»

ΤΙΜΩΝ
[41] Εμπρός, δικέλλι μου, λάβε θάρρος για χάρη μου και μην κουραστείς να βγάλεις στο φως το θησαυρό από της γης τα βάθη. Ω Δία θαυματουργέ και αγαπητοί Κορύβαντες και Ερμή κερδώε, από πού ξεφύτρωσε τόσο χρυσάφι; Λες να είναι αυτά ένα όνειρο; Φοβούμαι αλήθεια μήπως ξυπνήσω και βρω άνθρακες. Κι όμως είναι χρυσάφι, κομμένο νόμισμα, κοκκινωπό, βαρύ και γλυκύτατο στην όψη.
Ω χρυσάφι, το πιο ωραίο πράγμα που οι άνθρωποι καλοδέχονται.
Σαν φλόγα λαμπερή θαμπώνεις νύχτα και μέρα τα μάτια. Έλα φίλτατο και περιπόθητο. Τώρα πια το πιστεύω πως και ο Δίας κάποτε έγινε χρυσάφι. Ποιά κοπέλα δε θα υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες έναν τόσο ωραίο αγαπημένο, που πέφτει σαν βροχή από τη στέγη; [42] Ω Μίδα και Κροίσε και Δελφικά αφιερώματα, δεν είστε λοιπόν τίποτε μπρος στον Τίμωνα και στα πλούτη του Τίμωνα, με τον όποιο φυσικά ούτε ο βασιλιάς των Περσών είναι ίσος.
Ω δικέλλι μου, φιλτάτη μου προβιά, είναι ωραίο εσάς να σας αφιερώσω σε τούτον τον Πάνα. Κι εγώ, αφού αγοράσω πια ολόκληρο το χωράφι, έχω σκοπό να οικοδομήσω πύργο πάνω στο θησαυρό κατάλληλο, για να ζω μέσα μόνο εγώ, και θα τον έχω, μου φαίνεται, και τάφο μου, όταν πεθάνω.
«Για τον υπόλοιπο βίο μου ας αποφασιστούν και ας νομοθετηθούν αυτά. Με κανέναν επικοινωνία και γνωριμία. Προς όλους περιφρόνηση. Φίλος, ξένος, σύντροφος ή βωμός του Ελέου, φλυαρίες σκέτες. Και η συμπάθεια για έναν που χύνει δάκρυα και η βοήθεια σε έναν που έχει ανάγκη, παρανομία και των εθίμων καταπάτηση. Μοναχική η ζωή όπως και αυτή των λύκων. Και φίλος ένας, ο Τίμων. Και όλοι οι άλλοι εχθροί και επίβουλοι. [43] Ακόμα και η συνομιλία με κάποιον απ᾽ αυτούς να είναι μίασμα, και μόνο το μάτι μου αν πέσει σε κανέναν τους, αποφράδα η ημέρα. Και γενικά να μην έχουν για μας καμιά διαφορά από ανδριάντες μαρμάρινους ή χάλκινους. Και μήτε κήρυκα να δεχόμαστε απ᾽ αυτούς, μήτε να κάνουμε συνθήκες. Η ερημιά να είναι το σύνορο που μας χωρίζει απ᾽ αυτούς. Και φυλή, φράτρα, δήμος και η πατρίδα η ίδια λέξεις ψυχρές και ανώφελες, φιλοδοξίες ανόητων ανθρώπων. Πλούσιος να είναι μόνο ο Τίμων, όλους να τους περιφρονεί και να καλοπερνά μόνος με τον εαυτό του, απαλλαγμένος από κολακείες και επαίνους φορτικούς. Και να θυσιάζει στους θεούς και να παρακάθεται στα συμπόσια μόνος του, γείτονας και πλησίον με τον εαυτό του, κρατώντας μακριά τους άλλους. Και να οριστεί μια φορά να χαιρετίσει τον εαυτό του, όταν είναι να πεθάνει, και να του προσφέρει στεφάνι. [44] Και όνομά μου γλυκύτατο ας είναι ο Μισάνθρωπος. Και γνωρίσματα του χαρακτήρα η παραξενιά, η τραχύτητα, η σκαιότητα, η οργή και η μισανθρωπία. Αν δω πάλι κανέναν μες στη φωτιά να χάνεται και να παρακαλεί να τον σώσω, εγώ με πίσσα και με λάδι να σβήσω τη φωτιά. Και αν το χειμώνα ο ποταμός παρασύρει κάποιον κι εκείνος απλώνοντας τα χέρια παρακαλεί να τον κρατήσω, εγώ σπρώχνοντάς τον να τον βουλιάζω κατακέφαλα, να μην μπορεί να ξαναβγεί επάνω. Γιατί έτσι όλοι αυτοί θα λάβουν τα ίσα. Το νόμο εισηγήθηκε Τίμων ο Εχεκρατίδης από τον Κολλυτό, τον έθεσε σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου ο Τίμων ο ίδιος.»