Παλιότερα, απ᾽ το ωραίο του Προίτου σπίτι [στρ. β]
είχε αυτές τις κοπέλες φευγατίσει
η παντοδύναμη Ήρα
σε ζυγό τρέλας σφίγγοντας το νου τους·
γιατί σπρωγμένες
από παρθενική μια ορμή, στ᾽ άγιο άλσος
πήγαν της πορφυρόζωνης της Ήρας
50και παινεύτηκαν ότι είχαν πατέρα
πιο πλούσιον κι από την ξανθή
συντρόφισσα του δυνατού
του Δία· εκείνη θύμωσε,
τους πήρε τα συλλοϊκά
και στην καρδιά τους έβαλε τρελή μια ορμή να φύγουν·
και γύριζαν μες στων βουνών τους λόγγους τότε οι κόρες
και ξεφωνίζαν άγρια. Το πατρικό τους σπίτι
στην Τίρυνθα ήταν· κείθε, από τους δρόμους
τους θεόχτιστους έφυγαν και πάνε. [αντ. β]
Ναι, χρόνια εννιά διαβήκανε από τότε
60που ᾽χαν αφήσει το Άργος,
την πόλη τη θεοφίλητη, και ζούσαν
στην Τίρυνθα όλοι,
ο ζηλεμένος βασιλιάς κι εκείνοι
οι ημίθεοι που ᾽χαν μπρούτζινες ασπίδες,
που αδείλιαστοι ήταν στων μαχών τους βρόντους.
Γιατί είχαν πέσει οι δυο αδερφοί,
ο Προίτος κι ο Ακρίσιος,
απ᾽ αλαφρό ξεκίνημα
σ᾽ όχτρητ᾽ ακαταλάγιαστη·
και σπάραζε η συνερισιά πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο μέτρο
και το λαό, και πέφτανε σε φονικές αμάχες,
κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν,
70η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη,
να μοιράσουν τα χωράφια, [επωδ. β]
γη με το πολύ κριθάρι,
και την Τίρυνθα να χτίσει
ο πιο νέος. Αλλά κι ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,
που πολύ τιμούσε
του Λυγκέα του αρματηλάτη τη γενιά
και του Δαναού, ποθούσε
το σταμάτημα της μαύρης συμφοράς.
Για τη νέα, μα φημισμένη εκείνη πόλη
οι πελώριοι πήγαν Κύκλωπες και τείχος
έξοχο έχτισαν· κι αφού άφησαν πια τ᾽ Άργος,
80το τρανό κι αλογοβόσκητο, οι λαμπροί
ήρωες έμεναν στο νέο αυτό καστρί.
Απ᾽ την Τίρυνθα λοιπόν του Προίτου οι κόρες,
κοπελιές μαυρομαλλούσες, φύγαν πια
κι όλο αλήτευαν αλάργ᾽ απ᾽ την πατρίδα.
|