Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (11.43-11.84)


τὰς ἐξ ἐρατῶν ἐφώβησε‹ν› [στρ. β]
παγκρατὴς Ἥρα μελάθρων
45 Προίτου, παραπλῆγι φρένας
καρτερᾷ ζεύξασ᾽ ἀνάγκᾳ·
παρθενίᾳ γὰρ ἔτι
ψυχᾷ κίον ἐς τέμενος
πορφυροζώνοιο θεᾶς·
50 φάσκον δὲ πολὺ σφέτερον
πλούτῳ προφέρειν πατέρα ξανθᾶς παρέδρου
σεμνοῦ Διὸς εὐρυβία.
ταῖσιν δὲ χολωσαμένα
στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν νώημα·
55 φεῦγον δ᾽ ὄρος ἐς τανίφυλλον
σμερδαλέαν φωνὰν ἱεῖσαι,

Τιρύνθιον ἄστυ λιποῦσαι [αντ. β]
καὶ θεοδμάτους ἀγυιάς.
ἤδη γὰρ ἔτος δέκατον
60θεοφιλὲς λιπώντες Ἄργος
ναῖον ἀδεισιβώαι
χαλκάσπιδες ἡμίθεοι
σὺν πολυζήλῳ βασιλεῖ.
νεῖκος γὰρ ἀμαιμάκετον
65 βληχρᾶς ἀνέπαλτο κασιγνητοῖς ἀπ᾽ ἀρχᾶς
Προίτῳ τε καὶ Ἀκρισίῳ·
λαούς τε διχοστασίαις
ἤρειπον ἀμετροδίκοις μάχαις τε λυγραῖς.
λίσσοντο δὲ παῖδας Ἄβαντος
70γᾶν πολύκριθον λαχώντας

Τίρυνθα τὸν ὁπλώτερον [επωδ. β]
κτίζειν, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν·
Ζεύς τ᾽ ἔθελεν Κρονίδας
τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν
75καὶ διωξίπποιο Λυγκέος
παῦσαι στυγερῶν ἀχέων.
τεῖχος δὲ Κύκλωπες κάμον
ἐλθώντες ὑπερφίαλοι κλεινᾷ π[ώλ]ει
κάλλιστον, ἵν᾽ ἀντίθεοι
80 ναῖον κλυτὸν ἱππώβοτον
Ἄργος ἥρωες περικλειτοὶ λιπώντ[ες.
ἔνθεν ἀπεσσύμεναι
Προίτου κυανοπλώκαμοι
φεῦγον ἄδματοι θύγατρες.


Παλιότερα, απ᾽ το ωραίο του Προίτου σπίτι [στρ. β]
είχε αυτές τις κοπέλες φευγατίσει
η παντοδύναμη Ήρα
σε ζυγό τρέλας σφίγγοντας το νου τους·
γιατί σπρωγμένες
από παρθενική μια ορμή, στ᾽ άγιο άλσος
πήγαν της πορφυρόζωνης της Ήρας
50και παινεύτηκαν ότι είχαν πατέρα
πιο πλούσιον κι από την ξανθή
συντρόφισσα του δυνατού
του Δία· εκείνη θύμωσε,
τους πήρε τα συλλοϊκά
και στην καρδιά τους έβαλε τρελή μια ορμή να φύγουν·
και γύριζαν μες στων βουνών τους λόγγους τότε οι κόρες
και ξεφωνίζαν άγρια. Το πατρικό τους σπίτι
στην Τίρυνθα ήταν· κείθε, από τους δρόμους

τους θεόχτιστους έφυγαν και πάνε. [αντ. β]
Ναι, χρόνια εννιά διαβήκανε από τότε
60που ᾽χαν αφήσει το Άργος,
την πόλη τη θεοφίλητη, και ζούσαν
στην Τίρυνθα όλοι,
ο ζηλεμένος βασιλιάς κι εκείνοι
οι ημίθεοι που ᾽χαν μπρούτζινες ασπίδες,
που αδείλιαστοι ήταν στων μαχών τους βρόντους.
Γιατί είχαν πέσει οι δυο αδερφοί,
ο Προίτος κι ο Ακρίσιος,
απ᾽ αλαφρό ξεκίνημα
σ᾽ όχτρητ᾽ ακαταλάγιαστη·
και σπάραζε η συνερισιά πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο μέτρο
και το λαό, και πέφτανε σε φονικές αμάχες,
κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν,
70η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη,

να μοιράσουν τα χωράφια, [επωδ. β]
γη με το πολύ κριθάρι,
και την Τίρυνθα να χτίσει
ο πιο νέος. Αλλά κι ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,
που πολύ τιμούσε
του Λυγκέα του αρματηλάτη τη γενιά
και του Δαναού, ποθούσε
το σταμάτημα της μαύρης συμφοράς.
Για τη νέα, μα φημισμένη εκείνη πόλη
οι πελώριοι πήγαν Κύκλωπες και τείχος
έξοχο έχτισαν· κι αφού άφησαν πια τ᾽ Άργος,
80το τρανό κι αλογοβόσκητο, οι λαμπροί
ήρωες έμεναν στο νέο αυτό καστρί.
Απ᾽ την Τίρυνθα λοιπόν του Προίτου οι κόρες,
κοπελιές μαυρομαλλούσες, φύγαν πια
κι όλο αλήτευαν αλάργ᾽ απ᾽ την πατρίδα.