Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (330b-332a)

― Φέρε δή, ἔφην ἐγώ, κοινῇ σκεψώμεθα ποῖόν τι αὐτῶν ἐστιν ἕκαστον. πρῶτον μὲν τὸ τοιόνδε· [330c] ἡ δικαιοσύνη πρᾶγμά τί ἐστιν ἢ οὐδὲν πρᾶγμα; ἐμοὶ μὲν γὰρ δοκεῖ· τί δὲ σοί; ― Κἀμοί, ἔφη. ― Τί οὖν; εἴ τις ἔροιτο ἐμέ τε καὶ σέ· «Ὦ Πρωταγόρα τε καὶ Σώκρατες, εἴπετον δή μοι, τοῦτο τὸ πρᾶγμα ὃ ὠνομάσατε ἄρτι, ἡ δικαιοσύνη, αὐτὸ τοῦτο δίκαιόν ἐστιν ἢ ἄδικον;» ἐγὼ μὲν ἂν αὐτῷ ἀποκριναίμην ὅτι δίκαιον· σὺ δὲ τίν᾽ ἂν ψῆφον θεῖο; τὴν αὐτὴν ἐμοὶ ἢ ἄλλην; ― Τὴν αὐτήν, ἔφη. ― Ἔστιν ἄρα τοιοῦτον ἡ δικαιοσύνη οἷον δίκαιον εἶναι, φαίην ἂν ἔγωγε ἀποκρινόμενος τῷ [330d] ἐρωτῶντι· οὐκοῦν καὶ σύ; ― Ναί, ἔφη. ― Εἰ οὖν μετὰ τοῦτο ἡμᾶς ἔροιτο· «Οὐκοῦν καὶ ὁσιότητά τινά φατε εἶναι;» φαῖμεν ἄν, ὡς ἐγᾦμαι. ― Ναί, ἦ δ᾽ ὅς. ― «Οὐκοῦν φατε καὶ τοῦτο πρᾶγμά τι εἶναι;» φαῖμεν ἄν· ἢ οὔ; ― Καὶ τοῦτο συνέφη. ― «Πότερον δὲ τοῦτο αὐτὸ τὸ πρᾶγμά φατε τοιοῦτον πεφυκέναι οἷον ἀνόσιον εἶναι ἢ οἷον ὅσιον;» ἀγανακτήσαιμ᾽ ἂν ἔγωγ᾽, ἔφην, τῷ ἐρωτήματι, καὶ εἴποιμ᾽ ἄν· Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· σχολῇ μεντἄν τι ἄλλο ὅσιον εἴη, εἰ μὴ αὐτή [330e] γε ἡ ὁσιότης ὅσιον ἔσται. τί δὲ σύ; οὐχ οὕτως ἂν ἀποκρίναιο; ― Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Εἰ οὖν μετὰ τοῦτο εἴποι ἐρωτῶν ἡμᾶς· «Πῶς οὖν ὀλίγον πρότερον ἐλέγετε; ἆρ᾽ οὐκ ὀρθῶς ὑμῶν κατήκουσα; ἐδόξατέ μοι φάναι ‹τὰ› τῆς ἀρετῆς μόρια εἶναι οὕτως ἔχοντα πρὸς ἄλληλα, ὡς οὐκ εἶναι τὸ ἕτερον αὐτῶν οἷον τὸ ἕτερον·» εἴποιμ᾽ ἂν ἔγωγε ὅτι Τὰ μὲν ἄλλα ὀρθῶς ἤκουσας, ὅτι δὲ καὶ ἐμὲ οἴει εἰπεῖν τοῦτο, παρήκουσας· Πρωταγόρας γὰρ [331a] ὅδε ταῦτα ἀπεκρίνατο, ἐγὼ δὲ ἠρώτων. εἰ οὖν εἴποι· «Ἀληθῆ ὅδε λέγει, ὦ Πρωταγόρα; σὺ φῂς οὐκ εἶναι τὸ ἕτερον μόριον οἷον τὸ ἕτερον τῶν τῆς ἀρετῆς; σὸς οὗτος ὁ λόγος ἐστίν;» τί ἂν αὐτῷ ἀποκρίναιο; ― Ἀνάγκη, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὁμολογεῖν.
Τί οὖν, ὦ Πρωταγόρα, ἀποκρινούμεθα αὐτῷ, ταῦτα ὁμολογήσαντες, ἐὰν ἡμᾶς ἐπανέρηται· «Οὐκ ἄρα ἐστὶν ὁσιότης οἷον δίκαιον εἶναι πρᾶγμα, οὐδὲ δικαιοσύνη οἷον ὅσιον ἀλλ᾽ οἷον μὴ ὅσιον· ἡ δ᾽ ὁσιότης οἷον μὴ δίκαιον, ἀλλ᾽ ἄδικον [331b] ἄρα, τὸ δὲ ἀνόσιον;» τί αὐτῷ ἀποκρινούμεθα; ἐγὼ μὲν γὰρ αὐτὸς ὑπέρ γε ἐμαυτοῦ φαίην ἂν καὶ τὴν δικαιοσύνην ὅσιον εἶναι καὶ τὴν ὁσιότητα δίκαιον· καὶ ὑπὲρ σοῦ δέ, εἴ με ἐῴης, ταὐτὰ ἂν ταῦτα ἀποκρινοίμην, ὅτι ἤτοι ταὐτόν γ᾽ ἐστιν δικαιότης ὁσιότητι ἢ ὅτι ὁμοιότατον, καὶ μάλιστα πάντων ἥ τε δικαιοσύνη οἷον ὁσιότης καὶ ἡ ὁσιότης οἷον δικαιοσύνη. ἀλλ᾽ ὅρα εἰ διακωλύεις ἀποκρίνεσθαι, ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως. ― Οὐ πάνυ μοι δοκεῖ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὕτως ἁπλοῦν [331c] εἶναι, ὥστε συγχωρῆσαι τήν τε δικαιοσύνην ὅσιον εἶναι καὶ τὴν ὁσιότητα δίκαιον, ἀλλά τί μοι δοκεῖ ἐν αὐτῷ διάφορον εἶναι. ἀλλὰ τί τοῦτο διαφέρει; ἔφη· εἰ γὰρ βούλει, ἔστω ἡμῖν καὶ δικαιοσύνη ὅσιον καὶ ὁσιότης δίκαιον. ― Μή μοι, ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐδὲν γὰρ δέομαι τὸ «εἰ βούλει» τοῦτο καὶ «εἴ σοι δοκεῖ» ἐλέγχεσθαι, ἀλλ᾽ ἐμέ τε καὶ σέ· τὸ δ᾽ «ἐμέ τε καὶ σέ» τοῦτο λέγω, οἰόμενος οὕτω τὸν λόγον βέλτιστ᾽ [331d] ἂν ἐλέγχεσθαι, εἴ τις τὸ «εἴ» ἀφέλοι αὐτοῦ. ― Ἀλλὰ μέντοι, ἦ δ᾽ ὅς, προσέοικέν τι δικαιοσύνη ὁσιότητι· καὶ γὰρ ὁτιοῦν ὁτῳοῦν ἁμῇ γέ πῃ προσέοικεν. τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικεν, καὶ τὸ σκληρὸν τῷ μαλακῷ, καὶ τἆλλα ἃ δοκεῖ ἐναντιώτατα εἶναι ἀλλήλοις· καὶ ἃ τότε ἔφαμεν ἄλλην δύναμιν ἔχειν καὶ οὐκ εἶναι τὸ ἕτερον οἷον τὸ ἕτερον, τὰ τοῦ προσώπου μόρια, ἁμῇ γέ πῃ προσέοικεν καὶ ἔστιν τὸ ἕτερον οἷον τὸ ἕτερον. ὥστε τούτῳ γε τῷ τρόπῳ [331e] κἂν ταῦτα ἐλέγχοις, εἰ βούλοιο, ὡς ἅπαντά ἐστιν ὅμοια ἀλλήλοις. ἀλλ᾽ οὐχὶ τὰ ὅμοιόν τι ἔχοντα ὅμοια δίκαιον καλεῖν, οὐδὲ τὰ ἀνόμοιόν τι ἔχοντα ἀνόμοια, κἂν πάνυ σμικρὸν ἔχῃ τὸ ὅμοιον. ― Καὶ ἐγὼ θαυμάσας εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἦ γὰρ οὕτω σοι τὸ δίκαιον καὶ τὸ ὅσιον πρὸς ἄλληλα ἔχει, ὥστε ὅμοιόν τι σμικρὸν ἔχειν ἀλλήλοις; ― Οὐ πάνυ, [332a] ἔφη, οὕτως, οὐ μέντοι οὐδὲ αὖ ὡς σύ μοι δοκεῖς οἴεσθαι.

Η αποδεικτική πορεία του Σωκράτη: α) Ταύτιση δικαιοσύνης – οσιότητας.
Έλα λοιπόν, ας εξετάσουμε μαζί την ουσία του καθενός από αυτά, του είπα. Κι ας αρχίσουμε από το παρακάτω: [330c] η δικαιοσύνη είναι ένα ορισμένο πράγμα ή δεν είναι τίποτα; γιατί εγώ νομίζω ότι είναι· τί νομίζεις εσύ;
Συμφωνώ, μου είπε.
Τί λοιπόν; Αν κάποιος ρωτούσε εμένα κι εσένα: Πρωταγόρα και Σωκράτη, πέστε μου κι οι δυο σας, αυτό που αναφέρατε τώρα δα, η δικαιοσύνη ως έννοια, είναι δίκαιο ή άδικο πράγμα; Για λογαριασμό μου θα του απαντούσα ότι είναι δίκαιο. Εσύ σε ποιά κάλπη θα έριχνες την ψήφο σου; στην ίδια μ᾽ εμένα ή στην αντίθετη;
Στην ίδια, είπε.
Η δικαιοσύνη από τη φύση της δεν μπορεί παρά να είναι δίκαιο πράγμα, νά τί θα υποστήριζα εγώ δίνοντας απάντηση [330d] σ᾽ όποιον θα με ρωτούσε· λοιπόν, το ίδιο κι εσύ;
Ναι, είπε.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ύστερ᾽ από αυτό μας ρωτούσε: Λοιπόν, υποστηρίζετε ότι υπάρχει κάτι που το λέτε οσιότητα; Νομίζω ότι θ᾽ απαντούσαμε καταφατικά.
Βέβαια, μου είπε.
Τώρα, υποστηρίζετε ότι και αυτό είναι ένα ορισμένο πράγμα; Θα του λέγαμε «ναι» ή «όχι»;
Και σ᾽ αυτό συμφώνησε, «Ναι».
Λοιπόν, υποστηρίζετε ότι η ίδια αυτή έννοια από τη φύση της είναι τέτοια, ώστε να είναι κάτι ανόσιο ή όσιο; Το ερώτημα αυτό, του είπα, θα μ᾽ έκανε έξω φρενών και θα ᾽λεγα: Άνθρωπε, μην κριματίζεσαι! [330e] Αν η οσιότητα η ίδια δεν είναι όσιο πράγμα, ποιό άλλο θα μπορούσε να είναι όσιο; Εσύ τί θα ᾽κανες; Δε θα του έδινες την ίδια απάντηση;
Ούτε λόγος, είπε.
Τώρα, αν συνέχιζε τις ερωτήσεις του και μας έλεγε: Λοιπόν, τί λέγατε πριν από λίγο; Μήπως τα λόγια σας δεν έφτασαν καλά στ᾽ αυτιά μου; Σα να μου φάνηκε ότι λέγατε πως τα μόρια της αρετής βρίσκονται σε τέτοια σχέση μεταξύ τους, ώστε το καθένα τους δεν είναι όμοιο με τα άλλα. Τότε εγώ θα του έλεγα: Όλα τα άλλα σωστά τα άκουσες. Αλλά παράκουσες κι έτσι σχημάτισες τη γνώμη ότι η άποψη αυτή είναι και δική μου. [331a] Γιατί την απάντηση την έδωσε ο Πρωταγόρας αποδώ, εγώ μόνο ερωτήσεις υπέβαλα. Λοιπόν, αν έλεγε: Πρωταγόρα, είναι αλήθεια τα όσα λέει ο συνομιλητής σου; Εσύ είσαι που υποστηρίζεις ότι το καθένα από τα μόρια της αρετής είναι διαφορετικό από τα άλλα; Δικός σου είναι αυτός ο λόγος; Τί θα του απαντούσες;
Θα ᾽μουνα υποχρεωμένος να το παραδεχτώ, Σωκράτη.
Λοιπόν, αφού του δώσουμε δίκιο ώς εδώ, τί θα του απαντούσαμε τώρα, αν ξαναρχόταν στην ερώτησή του κι έλεγε: Κατά τα λεγόμενά σας λοιπόν η οσιότητα είναι κάτι άλλο και όχι δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη κάτι άλλο και όχι οσιότητα, αλλά κάτι που δε μοιάζει με την οσιότητα· και η οσιότητα με τη σειρά της είναι ένα πράγμα που δε μοιάζει με τη δικαιοσύνη, άρα μοιάζει με την αδικία, [331b] και επομένως η δικαιοσύνη με την ανοσιότητα; Ποιά απάντηση θα του δώσουμε; Γιατί εγώ θα παραδεχόμουν για λογαριασμό μου ότι και η δικαιοσύνη είναι όσιο και η οσιότητα δίκαιο πράγμα· και, αν με εξουσιοδοτούσες, θα έδινα και για λογαριασμό σου την ίδια ακριβώς απάντηση, δηλαδή ότι η δικαιοσύνη και η οσιότητα ή είναι ένα και το αυτό πράγμα ή έχουν απόλυτη ομοιότητα· και ότι περισσότερο από καθετί η δικαιοσύνη μοιάζει με την οσιότητα και η οσιότητα με τη δικαιοσύνη. Όμως σκέψου και πες: μου απαγορεύεις να δώσω αυτή την απάντηση ή κι εσύ έχεις την ίδια γνώμη;
Δε μου πολυφαίνεται, Σωκράτη, ότι το πράγμα είναι τόσο απλό, μου είπε, [331c] ώστε να παραδεχτώ ότι η δικαιοσύνη είναι όσιο και η οσιότητα δίκαιο πράγμα, αλλά νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπάρχει κάποια διαφορά. Ωστόσο τί σημασία έχει; αφού σου αρέσει, ας πούμε ότι και η δικαιοσύνη είναι όσιο και η οσιότητα δίκαιο πράγμα.
Όλα κι όλα, του είπα. Δεν καθόμαστε εδώ για να ελέγχουμε το «αφού σου αρέσει» και το «αφού σου φαίνεται σωστό», αλλά ελέγχουμε εμένα κι εσένα. Με το «εμένα κι εσένα» νά τί εννοώ: έχω τη γνώμη ότι τότε θα εξετάσουμε το θέμα μας με τον καλύτερο τρόπο, [331d] όταν βγάλουμε από τη μέση το «αφού».
Λοιπόν ναι, μου είπε, είναι αλήθεια ότι η δικαιοσύνη και η οσιότητα έχουν κάποια σχέση· γιατί το καθετί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μοιάζει με οτιδήποτε άλλο. Νά, από κάποια άποψη το άσπρο μοιάζει με το μαύρο, και το σκληρό με το μαλακό, και όλα τ᾽ άλλα, που δίνουν την εντύπωση ότι είναι εντελώς αντίθετα μεταξύ τους, κι εκείνα που λέγαμε προηγουμένως ότι έχουν διαφορετικές λειτουργίες και το ένα δεν είναι όμοιο με το άλλο —τα μόρια του προσώπου— κατά κάποιο τρόπο μοιάζουν κι αυτά μεταξύ τους και το ένα είναι όμοιο με το άλλο· ώστε με τη μέθοδο αυτή [331e] θα μπορούσες ν᾽ αποδείξεις, φτάνει να το ᾽θελες, ακόμη κι αυτό, ότι τα πάντα είναι όμοια μεταξύ τους. Δεν επιτρέπεται όμως να ονομάζεις όμοια όσα παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα —ούτε ανόμοια όσα παρουσιάζουν κάποια ανομοιότητα— κι όταν ακόμη η ομοιότητά τους είναι ασήμαντη.
Η απάντησή του με παραξένεψε και του είπα: Στ᾽ αλήθεια, τέτοια είναι η σχέση που έχουν μεταξύ τους το δίκαιο και το όσιο, ώστε η ομοιότητα που παρουσιάζουν να είναι ασήμαντη;
Κάθε άλλο, [332a] ούτε όμως πάλι τόσο σημαντική όσο δείχνεις ότι την πιστεύεις, είπε.