Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (507-541)


ΧΟ. οἴκτιρ᾽, ἄναξ· πολλῶν ἔλε- [ἀντ.]
ξεν δυσοίστων πόνων
ἆθλ᾽, οἷα μηδεὶς τῶν ἐμῶν τύχοι φίλων.
510εἰ δὲ πικρούς, ἄναξ, ἔχθεις Ἀτρείδας,
ἐγὼ μέν, τὸ κείνων
κακὸν τῷδε κέρδος
515μετατιθέμενος, ἔνθαπερ ἐπιμέμονεν,
ἐπ᾽ εὐστόλου ταχείας
νεὼς πορεύσαιμ᾽ ἂν ἐς
δόμους, τὰν θεῶν νέμεσιν ἐκφυγών.

ΝΕ. ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς,
520ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ,
τότ᾽ οὐκέθ᾽ αὑτὸς τοῖς λόγοις τούτοις φανῇς.
ΧΟ. ἥκιστα· τοῦτ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ποτ᾽ εἰς ἐμὲ
τοὔνειδος ἕξεις ἐνδίκως ὀνειδίσαι.
ΝΕ. ἀλλ᾽ αἰσχρὰ μέντοι σοῦ γέ μ᾽ ἐνδεέστερον
525ξένῳ φανῆναι πρὸς τὸ καίριον πονεῖν.
ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ, πλέωμεν, ὁρμάσθω ταχύς·
χἡ ναῦς γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται.
μόνον θεοὶ σῴζοιεν ἔκ τε τῆσδε γῆς
ἡμᾶς ὅποι τ᾽ ἐνθένδε βουλοίμεσθα πλεῖν.
530ΦΙ. ὦ φίλτατον μὲν ἦμαρ, ἥδιστος δ᾽ ἀνήρ,
φίλοι δὲ ναῦται, πῶς ἂν ὑμὶν ἐμφανὴς
ἔργῳ γενοίμην, ὥς μ᾽ ἔθεσθε προσφιλῆ.
ἴωμεν, ὦ παῖ, προσκύσαντε γῆν ἔσω
ἄοικον εἰς οἴκησιν, ὥς με καὶ μάθῃς
535ἀφ᾽ ὧν διέζων, ὥς τ᾽ ἔφυν εὐκάρδιος.
οἶμαι γὰρ οὐδ᾽ ἂν ὄμμασιν μόνον θέαν
ἄλλον λαβόντα πλὴν ἐμοῦ τλῆναι τάδε·
ἐγὼ δ᾽ ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά.
ΧΟ. ἐπίσχετον, μάθωμεν· ἄνδρε γὰρ δύο,
540ὃ μὲν νεὼς σῆς ναυβάτης, ὃ δ᾽ ἀλλόθρους,
χωρεῖτον, ὧν μαθόντες αὖθις εἴσιτον.


ΧΟΡ. Βασιλιά μου, σπλαχνίσου τον π᾽ άκουσες τόση
να σου λέει δυστυχία κι αβάσταχτα βάσανα,
που θεός μην το δώσει
να γνωρίσει κανένας απ᾽ όσους αγαπώ.
510Μ᾽ αφού αλήθεια μισείς, βασιλιά, τους Ατρείδες,
το κακό που σου εκάμαν στη θέση σου εγώ
θα γυρνούσα σε κέρδος γι᾽ αυτόν·
και εκεί που όλη η λαχτάρα
τα στήθια του ανάβει,
στην πατρίδα του πίσω θα τον έφερνα, πάνω
στο καλαρματωμένο γοργό μας καράβι
κι έτσι θα ᾽σωνα ωστόσο
κι απ᾽ των θεών την οργή να γλιτώσω.

ΝΕΟ. Φυλάξου και μη δείχνεσαι έτσι τώρα
πρόθυμος κι ύστερα, όταν θα σε πνίγει
520της αρρώστιας η παρουσία, ν᾽ αλλάξεις
κι άλλα απ᾽ αυτά τα λόγια να λες τότε.
ΧΟΡ. Κάθε άλλο· κανείς φόβος δεν υπάρχει
τέτοιο πράμα ποτέ να μου ονειδίσεις.
ΝΕΟ. Μα λοιπόν θα ᾽τανε ντροπή για μένα
κατώτερός σου να φανώ, αν στον ξένο
δεν κάμω ό,τι μπορώ για να τον σώσω.
Εμπρός, αφού ᾽ναι η γνώμη σου, τραβούμε·
ας ξεκινήσει ευτύς και το καράβι
δε θ᾽ αρνηστεί μαζί μας να τον πάρει.
Μόνο οι θεοί να μας ξεπροβοδίζουν
με το καλό αποδώ για όπου ποθούμε.
ΦΙΛ. Ω μέρα τρισευτυχισμένη, ω απ᾽ όλους
530τους ανθρώπους εσύ πιο αγαπημένε,
κι ω ναύτες ακριβοί μου, πώς να δείξω
μ᾽ έργα το πόσο μ᾽ έχετε σκλαβώσει;
Πηγαίνομε, παιδί μου, αφού εκεί μέσα
πρώτα αποχαιρετήσομε μαζί
την έρμη κατοικιά μου, για να μάθεις
και το πώς ζούσα και τί θάρρος είχα·
γιατί θαρρώ πως άλλος από μένα
δε θα τα βάστα αυτά και με τα μάτια
μονάχα να τ᾽ αντίκριζε· μα εμένα
με δίδαξε η ανάγκη να τα στρέγω.
ΧΟΡ. Σταθείτε, για να μάθομε τί τρέχει·
540νά ένας δικός μας ναύτης μ᾽ έναν ξένο
έρχουνται κατά δω· να δείτε πρώτα
τί θέλουν και κατόπι πάτε μέσα.