ΚΡΕ. Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το ᾽χεις εσύ κάμει;
ΑΝΤ. Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το ᾽καμα. ΚΡΕ. Εσύ μπορείς να παίρνεις
τώρα τα πόδια σου απ᾽ εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ᾽ την κάθε πια υποψία.
Λέγ᾽ εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμει αυτό κανένας;
ΑΝΤ. Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ᾽ όλους.
ΚΡΕ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς
αυτό το νόμο; ΑΝΤ. Ναι, γιατί δεν ήταν
450ο Δίας που μου τα ᾽χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πώς να ᾽χουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ᾽ ενώ είσαι
θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ᾽ ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
460πως θα πεθάνω το ᾽ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ᾽ όποιος
ζει μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνει
της μητέρας μου ο γιος στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι᾽ αυτά τ᾽ άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι᾽ αυτά που κάνω,
470ο άμυαλος ίσως γι᾽ άμυαλη με παίρνει.
ΧΟΡ. Δείχνει τ᾽ ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνει μες στις δυστυχίες κεφάλι.
|