ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΗΙ. Ενώ, φίλες μου, ο Λίχας μες στο σπίτι
μιλά με τις αιχμάλωτες τις κόρες,
έτοιμος πια να φύγει, εγώ βγήκα
κρυφ᾽ απ᾽ την πόρτα κι ήρθα εδώ σε σας
και να σας πω τί δόλο έχω ετοιμάσει
και να κλάψω μαζί σας τα όσα πάσχω.
Γιατ᾽ άθελά μου δέχτηκα εδώ μέσα
μια κόρη —κι όχι πια, νομίζω, κόρη,
μα γυναίκα— σαν πανωγόμι ναύτης,
κακή πραμάτεια, λώβα της ψυχής μου.
Και δυο εμείς τώρα, στο ίδιο το κρεβάτι
540να μας πάρει αγκαλιά τον καρτερούμε.
Τέτοια ο πιστός κι ο καλός που τον λένε
μας στέλλει ο Ηρακλής τα ευχαριστώ του
που του βαστούσα το νοικοκυριό του
τόσο τώρα καιρό· μα εγώ δεν ξέρω
να του θυμώνω, που συχνά η αρρώστια
τον πιάνει αυτή· μα πάλι ποιά γυναίκα
θα μπόρειε να ᾽χει αυτή συγκάτοική της
για να ᾽χουν μερασιά τους ίδιους γάμους;
Γιατί και βλέπω της μιανής τη νιότη
όλο και να φουντώνει, ενώ της άλλης
μαραίνεται, και των αντρών τα μάτια
το άνθος της μιας τρυγούν, ενώ απ᾽ την άλλη
τραβούνε πόδι· κι εγώ αυτό φοβούμαι,
μήπως μόνο με τ᾽ όνομα θενά ᾽ναι
550άντρας μου ο Ηρακλής, ενώ στ᾽ αλήθεια
γυναίκα του θενά ᾽χει την πιο νέα.
Μα καθώς είπα, η γνωστικιά η γυναίκα,
σωστό να τη νικά ο θυμός δεν είναι.
Ακούστε λοιπόν, φίλες, με ποιό τρόπο
λέω ν᾽ απαλλαχτώ απ᾽ αυτή την πίκρα:
Είχ᾽ απ᾽ τα χρόνια τα παλιά ένα δώρο
του αρχαίου κενταύρου, φυλαγμένο μέσα
σε χάλκινο δοχείο, και που το πήρα
ενώ ήμουν νέα ακόμη από το Νέσσο
σαν ξεψυχούσε βαριοπληγωμένος.
Αυτός περνούσε τότε τους ανθρώπους
με πλερωμή το βαθυρρεματάρη
560τον Εύηνο, στα χέρια του, και δίχως
να ᾽χει είτ᾽ από κουπιά ή ξάρτια ανάγκη.
Αυτός λοιπόν, όταν κι εγώ απ᾽ τα σπίτια
τα πατρικά, πρώτη φορά, ακλουθούσα
τον Ηρακλή, γυναίκα του, ενώ μέ ειχε
στους ώμους του, σαν ήμαστε στη μέση
του ποταμού, τ᾽ αχρεία του χέρια απλώνει
απάνω μου· κι εγώ τις φωνές μπήγω,
κι ευτύς του Δία ο γιος γυρνά και στέλλει
φτερωτό βέλος, που σφυρίζοντας
τον περνά ως τα πλεμόνια. Μα το αγρίμι
πρόφτασε να μου πει, πριν ξεψυχήσει:
Κόρη του γέρου Οινέα, άκου τί κέρδος,
570αν κάμεις όπως θα σου πω, θενά ᾽χεις
από το πέρασμά σου αυτό, γιατ᾽ ήσουν
η τελευταία που πέρασα. Αν μαζέψεις
το πηγμένο το γαίμα της πληγής μου
απ᾽ το μέρος του βέλους πὄχει βάψει
το μαύρο της Λερναίας Ύδρας φαρμάκι,
γήτεμ᾽ αυτό θα σού ειναι της αγάπης
του άντρα σου του Ηρακλή, ώστε ποτέ του
εκείνος άλλη να μη δει γυναίκα
που να τη στρέξει πιότερο από σένα.
Αυτό, φίλες μου, σκέφτηκα το φίλτρο,
που αφού πέθανε κείνος το ᾽χα κρύψει
καλά μες στο παλάτι, κι άλειψα λοιπόν
580αυτό εδώ το χιτώνα, βάζοντας
όσα πρι να πεθάνει μου ᾽πε εκείνος.
Κι έτσι τέλειωσε αυτό· μα θεός μη δώσει
να ξέρω εγώ κι ουδέ ποτέ να μάθω
τις κακές τόλμες, κι αποστρέφομαι όσες
τις βάζουν μπρος· μα για να δω αν μπορέσω,
μ᾽ αυτά που κάνω του Ηρακλή τα μάγια
και τις γητειές, να νικήσω τη νέα,
γι αυτό είναι που σοφίστηκα την πράξη,
αν δε σας φαίνεται άστοχη πως είναι·
ειδεμή — τη σταμάτησα ευτύς κιόλας.
|