ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Ποιός να ᾽ναι, που είπε των Δελφών ο μαντικός ο βράχος
πως κρίμα ανάκουστο έκανε το φονικό του χέρι;
Είναι ώρα από δω πιο γοργά
να φύγει κι από άτι που ορμά
σα σίφουνας άγριος.
Γιατί απάνω του τώρα χυμά του Διός
470με αστραπές και φωτιά αρματωμένος ο γιος,
και του Άδη ακολουθούνε
τ᾽ ανήλεα στοιχειά.
Φωνή Θεού απ᾽ του Παρνασσού τις χιονισμένες ράχες
άστραψε, και είπε το φονιά τον άγνωστο να βρούμε,
που μόνος στους άγριους γυρνά
τους λόγγους, σε σπήλαια βαθιά,
σε βράχια σαν ταύρος,
κι απ᾽ το φόβο ο φτωχός σπαρταρά μην τον βρουν
480οι χρησμοί, που απ᾽ της γης την καρδιά ξεχειλούν.
Μ᾽ αυτοί ολόγυρά του
φτερουγούν ζωντανοί.
Μαύρα μιλά, μαύρα μηνά,
κι όλους ταράζει ο μάντης.
Ψέματα αν κρένει, ή αληθινά,
τάχα να πω μπορώ;
Γύρω ή μπροστά εγώ δε θωρώ,
μα καρτερώ μ᾽ ελπίδες.
Γιατί στους Λαβδακίδες
490του Πολύβου η γενιά ποτέ μου αμάχη
ούτε άλλοτε, ούτε τώρα άκουσα να ᾽χει,
που έτσι πια κι η ψυχή με δίκια κρίση
να μπορεί ν᾽ αντικρίσει
του Οιδίπου την καλή φήμη, και μόνο
να εκδικηθεί για του Λάιου το φόνο.
Κάθε θνητού τί είναι γραφτό
ξέρει κι ο Δίας κι ο Φοίβος.
Μα όποιος για μάντη, λέει, θνητό
500πιότερα πως νογά
παρ᾽ όσα εγώ, άκριτα μιλά.
Ο άντρας με το μυαλό του
ξεπερνά τον όμοιό του.
Μα γι᾽ αυτό, πριν τα λόγια βγουν αλήθεια,
κατηγόρια δε βγάζω εγώ απ᾽ τα στήθια.
Τι άμα η φτερωτή κόρη μπρος του ορθώθη,
και σοφός φανερώθη
510και στην πόλη αγαθός. Κι έτσι για σένα
δε βάζει, Οιδίπου, ο νους κακό κανένα.
|