ΑΙ. Φέρ᾽ τον εδώ, να τον κρατήσω εγώ. Δεν θα τρομάξει
βλέποντας αυτό το μακελειό, με τα νωπά σφαγμένα ζώα,
αν πράγματι είναι ο δικός μου γιος.
Πρέπει να μάθει από νωρίς, σαν το πουλάρι ν᾽ ασκηθεί
στους άγριους τρόπους του πατέρα του, για να του μοιάσει
και στο φυσικό.
Γιε μου, τύχη καλύτερη σου εύχομαι εσένα
550απ᾽ του πατέρα σου, στα άλλα ωστόσο αν του μοιάσεις,
δειλός δεν πρόκειται να βγεις.
Όμως και τώρα κάτι πάνω σου ζηλεύω,
που ακόμη δεν αισθάνεσαι καμιά απ᾽ αυτές τις συμφορές.
Όσο ακόμη το μυαλό δεν συναισθάνεται το βάσανο,
αυτά είναι τα καλύτερα χρόνια του βίου, ωσότου
μάθεις τί θα πει χαρά και λύπη.
Όταν ωστόσο φτάσεις στο σημείο αυτό, τότε
πρέπει να δείξεις στους εχθρούς ποιός είσαι,
αλλά και ποιός σε γέννησε.
Ως τότε όμως ζήσε ανέμελα, μ᾽ ό,τι τραβά
η ψυχούλα σου, καμάρι και χαρά της μάνας σου.
Από τους Αχαιούς, το ξέρω, δεν πρόκειται
560κανένας να σε βρίσει κι άσχημα να σε βλάψει,
ακόμη κι αν δεν είμαι εγώ στο πλάι σου.
Άγρυπνο φύλακα, προστάτη ακάματο τον Τεύκρο
εγώ θ᾽ αφήσω, να σε φροντίζει που θα μεγαλώνεις,
έστω κι αν τώρα βρίσκεται αυτός μακριά, δοσμένος
στο κυνήγι των εχθρών του.
Αλλά και σεις, άντρες μου ναυτικοί κι ασπιδοφόροι,
ζητώ μια χάρη κι από σας, τη θέλησή μου
αυτή να μεταδώσετε σ᾽ εκείνον· τον γιο μου αυτός μαζί του
να τον πάρει, στο αρχοντικό μας να τον φέρει, κι εκεί
στον Τελαμώνα να τον παραδώσει και στην Ερίβοια,
570τη μάνα μου, όπου τους δυο να τους γηροκομήσει,
ώσπου να φτάσει η μέρα να κατέβουν στα άδυτα του Άδη.
Όσο για τα δικά μου όπλα, ούτε οι άλλοι Αχαιοί
να γίνουν αθλοθέτες, ούτε να μπει στη μέση
ο εξολοθρευτής μου.
Το σάκος όμως, γιε μου, σου το παραδίνω εσένα,
να γίνει επώνυμό σου, Ευρυσάκη· άτρωτο σάκος
μ᾽ εφτά βοδίσιες στρώσεις, να το κρατάς γερά
απ᾽ το καλοδεμένο του λουρί και να το περιστρέφεις
—τ᾽ άλλα μου όπλα, θέλω μαζί μου να τα θάψετε.
Τώρα ωστόσο πάρε μέσα το παιδί, κι ασφάλισε
το δώμα, αντί να κλαις και να βογκάς εδώ μπροστά.
580—το ᾽χει η γυναίκα φυσικό της να στενάζει.
Στα γρήγορα λοιπόν κλείσε την τέντα· γιατί ο σοφός γιατρός
δεν καταφεύγει κλαψουρίζοντας σε ξόρκια,
μπροστά σε μια πληγή που της χρειάζεται μαχαίρι.
ΧΟ. Με πιάνει φόβος που σ᾽ ακούω να μιλάς
με τέτοιο πάθος, καθόλου δεν μου αρέσουν
τα κοφτά σου λόγια.
ΤΕ. Αίαντα, κύρη μου, τί κρύβεις μέσα στο μυαλό σου;
τί πας να κάνεις;
ΑΙ. Σταμάτα να ρωτάς, μη θέλεις εξηγήσεις·
είναι πιο φρόνιμο κάποιος να συγκρατείται.
ΤΕ. Όμως με πιάνει απελπισία για σένα και για το παιδί·
και σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, μη μας προδώσεις.
ΑΙ. Με παρασκότισες. Δεν πήρες είδηση πως πια
590δεν είμαι οφειλέτης στους θεούς για τίποτα;
ΤΕ. Μη βλαστημάς.
ΑΙ. Μίλα καλύτερα σ᾽ αυτούς που ακούν.
ΤΕ. Εσύ δεν είσαι πρόθυμος ν᾽ ακούσεις;
ΑΙ. Είπες στο μεταξύ πάρα πολλά.
ΤΕ. Γιατί με πιάνει τρόμος, κύριέ μου.
ΑΙ. Τραβάτε τώρα μέσα, γρήγορα κλειστείτε.
ΤΕ. Για τον θεό, μαλάκωσε.
ΑΙ. Μου φαίνεται πως ξεμωράθηκες,
αν σου περνά από τον νου πως σήμερα μπορείς ν᾽ αλλάξεις
ακόμη και το φυσικό μου.
|