(Μπαίνει ο Αλλαντοπώλης με ύφος θριαμβευτή).
ΚΟΡ. Ω εσύ, ο πιο αγαπητός κι ο πιο εκπληκτικός απ᾽ όλους τους ανθρώπους, πόσο μας έφαγε η έγνοια για σένα όση ώρα έλειπες! Τώρα λοιπόν, μια και μας ήρθες πίσω σώος και άβλαβος, ανάγγειλέ μας πώς τον πάλεψες τον αγώνα σου στη βουλή.
ΑΛΛ. Νικό-βουλος βγήκα — αυτό τα λέει όλα!
ΧΟΡ. Ώρα λοιπόν όλοι μας να υψώσουμε κραυγή θριάμβου. Ω εσύ χρυσόστομε, και που τα έργα σου είναι ακόμη πιο χρυσά από τα λόγια σου, ιστόρησέ μου τα όλα χαρτί και καλαμάρι! [620] Γιατί, από τη μεριά μου, πρόθυμα θα πορευόμουνα δρόμο μακρινό, φτάνει να σ᾽ άκουα. Έτσι, καλέ μας φίλε, μίλησε θαρρετά· να ᾽σαι σίγουρος πως δίνεις χαρά μεγάλη σ᾽ όλους μας.
ΑΛΛ. Όπως και να ᾽χει, αξίζει τον κόπο ν᾽ ακούσετε τα καθέκαστα. Λοιπόν, αμέσως μόλις έφυγε από εδώ ο άνθρωπός μας, τον πήρα στο κατόπι. Μέσα στη βουλή ο Παφλαγόνας άστραφτε και βροντούσε με λόγια κεραυνούς, σφενδονώντας τέρατα και σημεία ενάντια στους ιππείς· σφενδονούσε ριζιμιά λιθάρια και τους έλεγε συνωμότες, έτσι που να γίνεται απ᾽ όλους πιστευτός. Κι η βουλή ολόκληρη, καθώς αυτός μιλούσε, [630] φλόμωσε αγριολάχανο της ψευτιάς, έριξε ματιές-σινάπι κι όλοι σούφρωσαν τα φρύδια τους. Κείνη την ώρα, βλέποντας τη βουλή να χάφτει τα λόγια του και να πέφτει θύμα στις απάτες του, πήρα τον λόγο κι είπα: «Θεοί και κύριοί μου, Σαρδανάπαλοι, Αλεπούδες, Καλικάντζαροι, Σκυλομούρηδες, και συ, Αγορά, σκολειό των παιδικών μου χρόνων, δώστε μου τώρα θράσος, γλώσσα-ροδάνι κι αδιάντροπη φωνή». Την ώρα που αυτά κλωθογύριζα, απ᾽ τα δεξιά μου αμόλησε πορδή ένας ξεφτίλας πούστης. [640] Κι εγώ προσκύνησα ευλαβικά. Κι ύστερα έδωσα μια με την κωλάρα μου κι έκανα χίλια κομμάτια την καγκελόπορτα του φράχτη της βουλής, άνοιξα το στόμα μου δυο πήχες και έσυρα φωνή μεγάλη: «Βουλευτές, φέρνω καλά μαντάτα· γι᾽ αυτό πρώτα πρώτα θέλω να σας πω χαράς ευαγγέλια: από τότε που τα μπουμπουνητά του πολέμου βρόντησαν, ποτέ ως σήμερα δεν είδαν τα μάτια μου φτηνότερες μαρίδες». Στη στιγμή γαλήνη απλώθηκε στα πρόσωπα όλων· στεφάνια μου ᾽βαλαν για τα καλά μαντάτα. Κι εγώ τους είπα, για ν᾽ αγοράσουν μπόλικη μαρίδα μ᾽ έναν οβολό, να κρατήσουν σαν εθνικό μυστικό τη συμβουλή μου: χωρίς να χάσουν λεπτό, [650] να παν στα τσουκαλάδικα να καπαρώσουν τα τσουκάλια. Βάλθηκαν όλοι να χειροκροτούν και μ᾽ έβλεπαν μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα.
|