Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (4.215-4.274)

215 νύμφα Διὸς βαρύθυμε, σὺ δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες ἄπυστος
δὴν ἔμεναι· τοίη σε προσέδραμεν ἀγγελιῶτις·
εἶπε δ᾽ ἔτ᾽ ἀσθμαίνουσα, φόβῳ δ᾽ ἀνεμίσγετο μῦθος·
«Ἥρη τιμήεσσα, πολὺ προὔχουσα θεάων,
σὴ μὲν ἐγώ, σὰ δὲ πάντα, σὺ δὲ κρείουσα κάθησαι
220 γνησίη Οὐλύμποιο, καὶ οὐ χέρα δείδιμεν ἄλλην
θηλυτέρην, σὺ δ᾽, ἄνασσα, τὸν αἴτιον εἴσεαι ὀργῆς.
Λητώ τοι μίτρην ἀναλύεται ἔνδοθι νήσου.
ἄλλαι μὲν πᾶσαί μιν ἀπέστυγον οὐδ᾽ ἐδέχοντο·
Ἀστερίη δ᾽ ὀνομαστὶ παρερχομένην ἐκάλεσσεν,
225 Ἀστερίη, πόντοιο κακὸν σάρον· οἶσθα καὶ αὐτή.
ἀλλά, φίλη, δύνασαι γάρ, ἀμύνεο πότνια δούλοις
ὑμετέροις, οἳ σεῖο πέδον πατέουσιν ἐφετμήν.»
ἦ καὶ ὑπὸ χρύσειον ἐδέθλιον ἷζε κύων ὥς
Ἀρτέμιδος, ἥτις τε, θοῆς ὅτε παύσεται ἄγρης,
230 ἵζει θηρήτειρα παρ᾽ ἴχνεσιν, οὔατα δ᾽ αὐτῆς
ὀρθὰ μάλ᾽, αἰὲν ἑτοῖμα θεῆς ὑποδέχθαι ὀμοκλήν·
τῇ ἰκέλη Θαύμαντος ὑπὸ θρόνον ἵζετο κούρη.
κείνη δ᾽ οὐδέποτε σφετέρης ἐπιλήθεται ἕδρης,
οὐδ᾽ ὅτε οἱ ληθαῖον ἐπὶ πτερὸν ὕπνος ἐρείσει,
235 ἀλλ᾽ αὐτοῦ μεγάλοιο ποτὶ γλωχῖνα θρόνοιο
τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει·
οὐδέ ποτε ζώνην ἀναλύεται οὐδὲ ταχείας
ἐνδρομίδας, μή οἵ τι καὶ αἰφνίδιον ἔπος εἴπῃ
δεσπότις. ἣ δ᾽ ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα προσηύδα·
240 «οὕτω νῦν, ὦ Ζηνὸς ὀνείδεα, καὶ γαμέοισθε
λάθρια καὶ τίκτοιτε κεκρυμμένα, μηδ᾽ ὅθι δειλαί
δυστοκέες μογέουσιν ἀλετρίδες, ἀλλ᾽ ὅθι φῶκαι
εἰνάλιαι τίκτουσιν, ἐνὶ σπιλάδεσσιν ἐρήμοις.
Ἀστερίῃ δ᾽ οὐδέν τι βαρύνομαι εἵνεκα τῆσδε
245 ἀμπλακίης, οὐδ᾽ ἔστιν ὅπως ἀποθύμια ῥέξω
τόσσα δέοι· μάλα γὰρ κακῶς ἐχαρίσσατο Λητοῖ.
ἀλλά μιν ἔκπαγλόν τι σεβίζομαι, οὕνεκ᾽ ἐμεῖο
δέμνιον οὐκ ἐπάτησε, Διὸς δ᾽ ἀνθείλετο πόντον.»
ἣ μὲν ἔφη· κύκνοι δὲ θεοῦ μέλποντες ἄοζοι
250 Μῃόνιον Πακτωλὸν ἐκυκλώσαντο λιπόντες
ἑβδομάκις περὶ Δῆλον, ἐπήεισαν δὲ λοχείῃ
Μουσάων ὄρνιθες, ἀοιδότατοι πετεηνῶν·
ἔνθεν ὁ παῖς τοσσάσδε λύρῃ ἐνεδήσατο χορδάς
ὕστερον, ὁσσάκι κύκνοι ἐπ᾽ ὠδίνεσσιν ἄεισαν.
255 ὄγδοον οὐκέτ᾽ ἄεισαν, ὁ δ᾽ ἔκθορεν· αἳ δ᾽ ἐπὶ μακρόν
νύμφαι Δηλιάδες, ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο,
εἶπαν Ἐλειθυίης ἱερὸν μέλος, αὐτίκα δ᾽ αἰθήρ
χάλκεος ἀντήχησε διαπρυσίην ὀλολυγήν,
οὐδ᾽ Ἥρη νεμέσησεν, ἐπεὶ χόλον ἐξέλετο Ζεύς.
260χρύσεά τοι τότε πάντα θεμείλια γείνετο, Δῆλε,
χρυσῷ δὲ τροχόεσσα πανήμερος ἔρρεε λίμνη,
χρύσειον δ᾽ ἐκόμησε γενέθλιον ἔρνος ἐλαίης,
χρυσῷ δὲ πλήμυρε βαθὺς Ἰνωπὸς ἑλιχθείς.
αὐτὴ δὲ χρυσέοιο ἀπ᾽ οὔδεος εἵλεο παῖδα,
265 ἐν δ᾽ ἐβάλευ κόλποισιν, ἔπος δ᾽ ἐφθέγξαο τοῖον·
«ὦ Μεγάλη, πολύβωμε, πολύπτολι, πολλὰ φέρουσα,
πίονες ἤπειροί τε καὶ αἳ περιναίετε νῆσοι,
αὕτη ἐγὼ τοιήδε· δυσήροτος, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο
Δήλιος Ἀπόλλων κεκλήσεται, οὐδέ τις ἄλλη
270 γαιάων τοσσόνδε θεῷ πεφιλήσεται ἄλλῳ·
οὐ Κερχνὶς κρείοντι Ποσειδάωνι Λεχαίου,
οὐ πάγος Ἑρμείῃ Κυλλήνιος, οὐ Διὶ Κρήτη,
ὡς ἐγὼ Ἀπόλλωνι· καὶ ἔσσομαι οὐκέτι πλαγκτή.»
ὧδε σὺ μὲν κατέλεξας· ὁ δὲ γλυκὺν ἔσπασε μαζόν.

215Του Δία σύζυγε, εξοργισμένη για πολύ δεν θα ᾽σαι ακόμα.
Γοργά κοντά σου πέταξεν εκείνη που σου φέρνει τα μηνύματα,
κι είπεν ασθμαίνοντας με λόγια μπερδεμένα από το φόβο:
«Ήρα τιμημένη που ᾽χεις τα πρωτεία στις θεές,
δική σου εγώ, κι όλα δικά σου κι εσύ κάθεσαι αρχόντισσα
220γνήσια, πάνω στον Όλυμπο και χέρι δε φοβόμαστε
άλλης θεάς. Κι εσύ ξέρεις, βασίλισσα, τον αίτιο της οργής σου.
Λύνει η Λητώ τη ζώνη της στην ενδοχώρα του νησιού.
Τ᾽ άλλα νησιά την αποστράφηκαν κι ούτε τη δέχτηκαν.
Μα η Αστερία την προσκάλεσε με τ᾽ όνομά της ως περνούσε δίπλα της,
225η Αστερία, του πόντου το κακό σαρίδι. Το ξέρεις δα κι η ίδια.
Όμως καλή μου, αφού μπορείς, βόηθησε, σεβαστή, τους δούλους σου,
το χώμα που πατούνε με τη θέλησή σου».
Είπε και κάτω απ᾽ το χρυσό κάθισε θρόνο, όπως η σκύλα
της Άρτεμης, που όταν τελειώσει η καταδίωξη
230πάνω στ᾽ αχνάρια του θηράματος ξαπλώνει και τ᾽ αυτιά της
ανορθωμένα, έτοιμα πάντα της θεάς ν᾽ ακούσουνε την προσταγή.
Έτσι του Θαύμαντα η κόρη κάθονταν κάτω απ᾽ το θρόνο,
δίχως τη θέση της να λησμονάει ωσάν φρουρού
κι όταν με το φτερό της λησμονιάς τη ᾽γγίζει ο ύπνος.
235Μα στη γωνιά του θρόνου του μεγάλου
με το κεφάλι της γερμένο απαλά κοιμάται.
Τη ζώνη της δε λύνει, ούτε τα γρήγορα
τα πέδιλα, μήπως της δώσει ξαφνική εντολή
η αφέντρα. Όμως εκείνη έλεγε πονώντας, αγανακτισμένη:
240«Έτσι λοιπόν, του Δία ντροπερά πάθη ας παντρεύεστε
κρυφά, και τα παράνομα να ξεγεννάτε, όχι εκεί που οι άθλιες
δούλες με δυσκολία γεννούν, αλλά εκεί που οι φώκες
γεννοβολούνε σ᾽ ερήμους θαλασσινούς σκοπέλους.
Όμως για της Αστερίας δεν βαροκαρδίζω πια
245το ολίσθημα, ούτε σε βάρος της θα πράξω
όσα της άξιζαν. Πολύ κακήν έκαμε χάρη στη Λητώ.
Όμως πολύ τη σέβομαι που τη δική μου
την κλίνη δεν επάτησε, διαλέγοντας τη θάλασσα αντί του Δία την κλίνη».
Είπεν αυτά, και οι τραγουδιστές οι κύκνοι του θεού (Απόλλωνα)
250αφήνοντας τον Μηόνιο τον Πακτωλό, κυκλόφεραν
εφτά φορές τη Δήλο, τραγουδώντας τη λεχώνα,
τα πουλιά ετούτα των Μουσών, τα πιο γλυκόφωνα απ᾽ τα πτηνά.
Γι᾽ αυτό και το παιδί (ο Απόλλωνας) τόσες στη λύρα του έβαλε χορδές
αργότερα, όσες φορές τραγούδησαν οι κύκνοι στις ωδίνες (της μητέρας του).
255Όγδοη δεν τραγούδησαν φορά κι εκείνος πρόβαλε στο φως. Και για πολύ
οι Δηλιάδες νύμφες, από τη γενιά του αρχαίου ποταμού,
το ιερό είπαν τραγούδι της Ειλείθυιας, κι αμέσως ο αιθέρας
ο χάλκινος, αντήχησε το δυνατό τραγούδι,
και η Ήρα δεν οργίστηκε γιατί της πήρε το θυμόν ο Δίας.
260Χρυσά έγιναν τότε όλα τα θεμέλιά σου, Δήλος
κι όλη τη μέρα έρρεε χρυσός στη στρογγυλή λίμνη
και φόρεσε κόμη χρυσή, στη γέννησή σου, η ελιά σου,
κι από χρυσό πλημμύρισε ο βαθύς ο Ινωπός στις περιστροφές του.
Κι εσύ απ᾽ το χρυσό το έδαφος επήρες το παιδί,
265κι αφού στην αγκαλιά σου το ᾽βαλες, είπες αυτά τα λόγια:
«Ω μεγάλη θεά πολύβωμη με τις πολλές τις πόλεις, που φέρνεις τόσα αγαθά,
και εσείς γόνιμες χώρες και νησιά γειτονικά μου,
αυτή ᾽μαι εγώ, ανόργωτη, μα από μένα
Δήλιος Απόλλωνας θα ονομαστεί, και θεός κανένας
270τόσο πολύ δεν θ᾽ αγαπήσει άλλη χώρα.
Ούτε η Κερχνίς του δυνατού Λέχαιου Ποσειδώνα
ούτε ο Κυλλήνιος βράχος του Ερμή, ούτε του Δία η Κρήτη,
όπως εγώ του Απόλλωνα. Και δεν θα είμαι πια περιπλανώμενη».
Είπες αυτά και το παιδί επήρε το γλυκό μαστό.