Ο φρόνιμος όμως Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε:
310«Αντίνοε, δεν γίνεται μ᾽ εσάς τους αλαζόνες ξέγνοιαστος
να γλεντοκοπώ και να ξεδίνω σιωπηλός.
Ή μήπως δεν σας έφτασε που ως τώρα τ᾽ αγαθά μου,
πολλά καλά, εσείς τα σπαταλήσατε, μνηστήρες, τότε που ήμουνα
παιδάκι ακόμη.
Τώρα ωστόσο που μεγάλωσα κι έμαθα πια ν᾽ ακούω κι άλλων συμβουλές,
τώρα που μέστωσε κι εμένα μέσα μου το θάρρος,
θα κάνω ό,τι μπορώ, να πέσει πάνω σας
θανατερή η κατάρα, είτε πηγαίνοντας στην Πύλο, ή κι επιτόπου,
εδώ σ᾽ αυτή τη χώρα.
Γιατί θα φύγω, αυτός ο δρόμος που αποφάσισα δεν πρόκειται
να σταματήσει, στην ανάγκη ταξιδεύω μ᾽ άλλους.
Αφού δεν το κατόρθωσα να ᾽χω στην κατοχή μου ένα καράβι,
δικούς μου κωπηλάτες — λογαριασμός κι αυτός δικός σας
320που φαίνεται πως σας συμφέρει περισσότερο.»
Έτσι μιλώντας, τράβηξε το χέρι του από το χέρι του Αντινόου
απότομα. Οπότε κι οι μνηστήρες, μες στο παλάτι τώρα, κοιτούσαν
το τραπέζι, ενώ συγχρόνως τον περιγελούσαν, του πετούσαν προσβολές.
Κάποιος, πιο νέος μάλιστα και φαντασμένος, έλεγε με τους άλλους:
«Για κοίτα! Τον φόνο μας στ᾽ αλήθεια στοχάζεται ο Τηλέμαχος!
Μπορεί απ᾽ την Πύλο με τις αμμουδιές προστάτες του να φέρει·
μπορεί κι από τη Σπάρτη, αφού το πήρε τόσο στα ζεστά.
Εκτός κι αν φτάσει ακόμη και στην Έφυρα, εύφορη γη,
θανατερά φαρμάκια από εκεί να κουβαλήσει, να μας τα ρίξει
330στον κρατήρα, κι έτσι μεμιάς να μας εξολοθρεύσει όλους.»
Κι άλλος, πιο νέος και φαντασμένος, συνέχισε μιλώντας:
«Ποιος ξέρει μήπως κι αυτός, με κοίλο πλοίο ταξιδεύοντας,
αλάργα απ᾽ τους δικούς του αφανιστεί παραδαρμένος,
σαν άλλος Οδυσσέας;
Έτσι σ᾽ εμάς θα φόρτωνε περίσσο κόπο· θα ᾽πρεπε πρώτα
μεταξύ μας να μοιράσουμε όλα του τ᾽ αγαθά — το σπίτι βέβαια
θα το δίναμε στη μάνα του, να το ᾽χει
μ᾽ όποιον παντρευτεί.»
Αυτοί συνέχιζαν τα λόγια τους· αλλά ο Τηλέμαχος τώρα κατέβηκε
στην ψηλοτάβανη κάμαρη του πατέρα του, ευρύχωρη, όπου πολύ χρυσάφι
και χαλκώματα ήσανε φυλαγμένα, αλλά και ρούχα μέσα σε κασέλες,
κι άφθονο λάδι ευωδιαστό.
340Ακόμη εκεί ήσαν στημένα τα πιθάρια με το παλιό γλυκόπιοτο κρασί,
άμεικτο θεϊκό ποτό, βαλμένα στη σειρά, στον τοίχο ακουμπισμένα·
όποτε κι αν γυρνούσε πάλι στην πατρίδα, μετά από τόσα πάθη ο Οδυσσέας.
Ασφαλισμένη η κάμαρη, διπλά θυρόφυλλα καλά αρμοσμένα, κι έμενε εκεί,
νύχτα και μέρα, μια κελάρισσα γυναίκα, φύλακας σε όλα, το μυαλό της
έκοβε πολύ — η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα, του Πεισήνορα εγγονή.
Αυτήν και τότε στο κελάρι εκεί τη φώναξε μιλώντας ο Τηλέμαχος:
«Νένα μου, έλα, γέμισε τις στάμνες με γλυκό κρασί —
350ας είναι το καλύτερο, μετά από τ᾽ άλλο που φυλάς με την ελπίδα σου
σ᾽ εκείνον, πως από κάπου θα γυρίσει ο δύσμοιρος,
βλαστός του Δία ο Οδυσσέας, αν αποφύγει
τη μοίρα του θανάτου.
Δώδεκα στάμνες γέμισε και σφράγισέ τες όλες με τα πώματά τους·
βάλε μου και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα πυκνά σοφιλιασμένους —
είκοσι ζύγια αλεύρι, καλά αλεσμένο.
Μόνη σου όμως να το ξέρεις, κι όλα στην ώρα τους να στέκουν έτοιμα.
Όταν πια σουρουπώσει, έρχομαι και τα παίρνω εγώ, μόλις η μάνα μου
ανεβεί πάνω στην κάμαρη και θυμηθεί να κοιμηθεί.
Γιατί θα φύγω για τη Σπάρτη, την Πύλο με τις αμμουδιές,
να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου,
360ανίσως κάτι ακούσω.»
|