Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (527-560)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟΡΟΣ
μηδάμ᾽ ὁ πάντα νέμων [στρ. α]
θεῖτ᾽ ἐμᾷ γνώμᾳ κράτος ἀντίπαλον Ζεύς,
μηδ᾽ ἐλινύσαιμι θεοὺς ὁσίαις
530 θοίναις ποτινισσομένα
βουφόνοις παρ᾽ Ὠκεανοῦ πατρὸς ἄσβεστον πόρον,
μηδ᾽ ἀλίτοιμι λόγοις·
ἀλλά μοι τόδ᾽ ἐμμένοι
535 καὶ μήποτ᾽ ἐκτακείη·

ἡδύ τι θαρσαλέαις [ἀντ. α]
τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, φαναῖς
θυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις,
540 φρίσσω δέ σε δερκομένα
μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον ˘˘¯˘.
Ζῆνα γὰρ οὐ τρομέων
ἰδίᾳ γνώμᾳ σέβῃ
θνατοὺς ἄγαν, Προμηθεῦ.

545 φέρε, πῶς χάρις ἁ χάρις, ὦ [στρ. β]
φίλος; εἰπέ, ποῦ τις ἀλκά;
τίς ἐφαμερίων ἄρηξις; οὐδ᾽ ἐδέρχθης
ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν,
ἰσόνειρον, ᾇ τὸ φωτῶν
550 ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον; οὔποτε ˘˘
τὰν Διὸς ἁρμονίαν θνατῶν παρεξίασι βουλαί.

ἔμαθον τάδε σὰς προσιδοῦσ᾽ [ἀντ. β]
ὀλοὰς τύχας, Προμηθεῦ.
555 τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προσέπτα
τόδ᾽ ἐκεῖνό θ᾽ ὅ τ᾽ ἀμφὶ λουτρὰ
καὶ λέχος σὸν ὑμεναίουν
ἰότατι γάμων, ὅτε τὰν ὁμοπάτριον ἕδνοις
560 ἄγαγες Ἡσιόναν πιθὼν δάμαρτα κοινόλεκτρον.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Μη μ᾽ αξιώσει αντίδικη τη δύναμή του ο Δίας,
οπού τα πάντα κυβερνά,
να στήσει στη δική μου γνώμη ενάντια.
κι εγώ ας μη λείψω στους θεούς αγνής βοδιών θυσίας
530να κάνω προσφορά
στ᾽ άσωστα του πατέρα Ωκεανού ακρογιάλια,
κι ούτε ποτέ με λόγο ας αμαρτήσω,
μ᾽ άσβηστη πάντα μες στο νου τη γνώμη αυτή ας κρατήσω.

Είναι γλυκό με θαρρετές ελπίδες της ζωής μου
όλες τις μέρες να περνώ,
και ν᾽ ανασταίνω με χαρές καθάριες τη ψυχή μου.
540Μα εσένα – σύγκορμη σπαρνώ
να βλέπω μύρια να ξεσκούν μαρτύρια, Προμηθέα,
γιατί, χωρίς να φοβηθείς το Δία,
πας στους ανθρώπους τους θνητούς με τη δική σου ιδέα
και δίνεις τόση αξία.

Άδωρο δώρο η χάρη τους· τί τ᾽ όφελος, αλήθεια
και ποιά από τους λιγόζωους βοήθεια;
Δεν το είδες; πόσο αδύναμο κι ολιγοδρανισμένο,
τυφλό σα μέσα σ᾽ όνειρο ζαλεύει
550τ᾽ ανθρώπινο κοπάδι ᾽μποδεμένο;
Όμως του Δία την πάνσοφη αρμονία
βουλή θεού δεν την παρασαλεύει.

Το ᾽μαθ᾽ αυτό, τα πάθη σου σαν είδα τα φριχτά
κι ένας αλλιώτικος σκοπός
στο νου μου, Προμηθέα, πετά
όχι σαν κείνο πὄψαλλα μια μέρα, όταν γαμπρός
στο νυφικό κρεβάτι σου μ᾽ αρίθμητα προικιά
την κέρδισες κι οδήγαες μόνος μόνη
560την κόρη του πατέρα μου Ησιόνη.