ΑΘΗΝΑ
Τί έχεις σ᾽ αυτά να πεις, ω ξένε στη σειρά σου;
Λέγε από πού είσαι; ποιάς γενιάς, τί σου έχει τύχει;
γι᾽ αυτά που σου κατηγορούν υπερασπίσου,
στο δίκιο σου αν μπιστεύεσαι κι έχεις καθίσει
440κρατώντας τ᾽ άγαλμά μου στην Εστία μου δίπλα
ικέτης ταπεινός στου Ιξίονα το σχήμα.
Σ᾽ όλ᾽ αυτά απάντα μου λοιπόν, σωστά να μάθω.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω Δέσποιν᾽ Αθηνά, πρώτα να βγάλω θέλω
απ᾽ τα στερνά τα λόγια σου μεγάλην έγνοια.
δεν είμ᾽ ακάθαρτος και μόλυσμα δεν είχα
στα χέρια, όταν σου πρόσπεσα στ᾽ άγαλμα ικέτης·
και θα σου φέρω απόδειξη γι᾽ αυτό μεγάλη:
νόμος προστάζει αμίλητος ο φονιάς να ᾽ναι
ώσπου σφαχτού γαλαθηνού χυθεί το αίμα
450πάνω στα χέρια του και τόνε καθαρίσει.
Εγώ, καιρός που αγιάστηκα σε σπίτια ανθρώπων
και με τρεχάμενα νερά και με σφαχτάρια·
λέγω λοιπόν να βγήκ᾽ η έγνοια αυτή απ᾽ τη μέση·
τώρα και τη γενιά μου ευτύς θα μάθεις· είμαι
απ᾽ τ᾽ Άργος· τον πατέρα μου καλά γνωρίζεις,
τον Αγαμέμνονα, που αρμάτωσε το στόλο
ναυτών ηρώων και μ᾽ αυτόν εσύ έχεις κάμει
της Τροίας την πόλη να μην είναι τώρα πόλη·
μα εκείνος από θάνατο κακόν επήγε
στο γυρισμό του· γιατ᾽ η μάνα μου η κακούργα
460τον σκότωσε με ξομπλιαστά τυλίγοντάς τον
βρόχια, που του λουτρού μαρτύρησαν το φόνο·
κι εγώ, ως τα τότε εξόριστος, σαν ήρθα πίσω
σκότωσα τη μητέρα μου· ναι, δεν τ᾽ αρνιούμαι,
μ᾽ αίμα το αίμα του πατέρα μου εγδικώντας·
κι είχα συνένοχο σ᾽ αυτά και το Λοξία,
που πάθια μου προφήτευε θα με σπαράζαν
αν στους ενόχους όσα πρόσταξε δεν κάμω.
Κι αν δίκια ή όχι το ᾽καμα, συ θα το κρίνεις,
γιατί από σένα ό,τι να ᾽ρθει, τα δέχομαι όλα.
ΑΘΗΝΑ
470Αν κανείς το ᾽χει πιο βαρύ για να το κρίνουν
θνητοί το πράμ᾽ αυτό, μα και για με δε στέκει
βαρύοργες δίκες φονικές να ξεδιαλύνω·
μάλιστ᾽ αφού και συ στα πάντα ετοιμασμένος,
μου ήρθες ικέτης καθαρός και δίχως βλάβη
και βρίσκω και πως άφταιγος στη πόλη μου είσαι·
μα κι αυτές πάλιν εύκολα κανείς δε διώχτει,
που τέτοιο έχουν αξίωμα, κι αν δεν νικήσουν
θα στάξει αργότερα σ᾽ αυτή τη γη φαρμάκι
το χόλιασμά τους, μαύρη αβάσταγη αρρώστια.
480Έτσ᾽ είναι· κι είτε μείνουνε κι είτε τις στείλω,
κι απ᾽ τα δυο κίντυνος βαρύς, που άκρη δε βρίσκω.
Μα μια που εδώ κατάντησε να ᾽ρθει το πράμα,
ορκωτούς φόνων δικαστές θενα διαλέξω,
που έξω από τον όρκο δεν πατούν μ᾽ άδικη γνώμη,
κι αυτόν θα ορίσω το θεσμόν αιώνιος να ᾽ναι.
Σεις φέρτε ωστόσο μαρτυρίες κι αποδείξεις,
της δίκης βοηθήματα μ᾽ όρκους δεμένα·
κι εγώ τους πιο άξιους αφού εκλέξω απ᾽ το λαό μου
θα ᾽ρθω, να πάρ᾽ η απόφαση της δίκης τέλος.
|