Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (429-455)


ΗΛ. ἰὼ ἰὼ δαΐα [στρ. θ]
430 πάντολμε μᾶτερ, δαΐαις ἐν ἐκφοραῖς
ἄνευ πολιτᾶν ἄνακτ᾽,
ἄνευ δὲ πενθημάτων
ἔτλης ἀνοίμωκτον ἄνδρα θάψαι.

ΟΡ. τὸ πᾶν ἀτίμως ἔλεξας, οἴμοι. [στρ. ι]
435 πατρὸς δ᾽ ἀτίμωσιν ἆρα τείσει,
ἕκατι μὲν δαιμόνων,
ἕκατι δ᾽ ἀμᾶν χερῶν.
ἔπειτ᾽ ἐγὼ νοσφίσας ὀλοίμαν.

ΧΟ. ἐμασχαλίσθη δέ γ᾽, ὡς τόδ᾽ εἰδῇς, [ἀντ. ι]
440 ἔπρασσε δ᾽ ἅπερ νιν ὧδε θάπτει,
μόρον κτίσαι μωμένα
ἄφερτον αἰῶνι σῷ.
κλύεις πατρῴους δύας ἀτίμους.

ΗΛ. λέγεις πατρῷον μόρον· ἐγὼ δ᾽ ἀπεστάτουν [ἀντ. η]
445 ἄτιμος, οὐδὲν ἀξία.
μυχῷ δ᾽ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν
ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη,
χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένα.
450 τοιαῦτ᾽ ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου, ‹πάτερ.

ΧΟ. γράφου·› δι᾽ ὤτων δὲ συν- [ἀντ. θ]
τέτραινε μῦθον ἡσύχῳ φρενῶν βάσει.
τὰ μὲν γὰρ οὕτως ἔχει,
τὰ δ᾽ αὐτὸς ὀργᾷ μαθεῖν.
455 πρέπει δ᾽ ἀκάμπτῳ μένει καθήκειν.


ΗΛΕΚΤΡΑ
Οϊμένα, οϊμένα, φόνισσα
κακούργα μάνα!
430σα να ᾽ταν ξόδι ενός εχθρού
και δίχως ν᾽ ακλουθά ο λαός
την εκφορά του βασιλιά του,
απένθητο κι αθρήνητο τον άντρα σου
να θάψεις βάσταξε η καρδιά σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Είπες, την πάσα, οϊμέ, ατιμία της,
μα βέβαια και θα την πλερώσει
την καταφρόνια του πατέρα μας·
πρώτα οι θεοί κι έπειτα αυτό
το χέρι το δεξί μου,
θα την σκοτώσω κι ας χαθώ.

ΧΟΡΟΣ
Κι ακόμη, του κολόβωσε το λείψανο,
— αν θέλεις όλα να τα μάθεις —
440και το ᾽καμε κι έτσι τον έθαφτε
σ᾽ αυτό το χάλι,
τέτοιο ζητώντας ανυπόφερτο
ντρόπιασμα στη ζωή σου να σου βάλει.
Άκουσες του πατέρα σου τ᾽ άτιμα πάθη.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Λες για την τύχη του πατέρα μας·
μα εγώ παράμερα εστεκόμουν
για τίποτ᾽ άξια, καταφρονεμένη·
κι όξω απ᾽ το σπίτι, σαν πολύ
κακούργικο σκυλί κλεισμένη,
δάκρυα από γέλια πιο έτοιμα
μου ανέβαιναν και στα κρυφά βογγούσα
χύνοντας κλάιμα ατέλειωτο·
450μ᾽ άκου τα συ και γράφε τα στο νου σου.

ΧΟΡΟΣ
Κι ας τριβελίσει ο λόγος μας
τ᾽ αυτιά σου, να κατασταλάξει
στα ήσυχα της ψυχής σου βάθη.
Έτσ᾽ είν᾽ αυτά, όπως τ᾽ άκουσες.
Για τ᾽ άλλα — η οργή σου θα σ᾽ τα μάθει·
όποιος σ᾽ αγώνα μπαίνει, αλύγιστη
πρέπει τη γνώμη της καρδιάς του να ᾽χει.