ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω μαύρη τύχη κι άραχλη! πώς τις ελπίδες
γέλασες των Περσών, κι η εκδίκηση που πήγε
να πάρ᾽ από τη ξακουστή ο γιος μου Αθήνα,
πικρή του βγήκε και δεν έφτασαν οι τόσοι
βάρβαροι που πριν χάλασεν ο Μαραθώνας·
κι ενώ πίστεψε αντίποινα γι᾽ αυτούς να πάρει,
τόσα έσυρε κακά στην κεφαλή του επάνω·
Μα, πε μας, τα καράβια εσύ, πὄχουν γλιτώσει,
πού τ᾽ άφησες; να μας το πεις σωστά γνωρίζεις;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
480Των καραβιών που απόμειναν οι κυβερνήτες
βιαστικά σ᾽ άταχτο φευγιό το ᾽βαλαν πρίμα·
μα ο επίλοιπος στρατός είχε από τώρα αρχίσει
στη Βοιωτία να χάνεται, κι άλλοι τριγύρω
στις φαιδρές βρύσες δαμασμένοι από τη δίψα
κι άλλοι άδειοι απ᾽ το λαχάνιασμα πέφταν στο δρόμο.
Από κει οι άλλοι εμείς περάσαμε στους τόπους
της Φωκίδας, και στη Δωρίδα, και στον κόρφο
το Μαλιακό, όπου ο Σπερχειός την πεδιάδα
με το ευεργετικό το ρέμα του ποτίζει.
Κι εκείθε η γης των Αχαιών κι οι πολιτείες
της Θεσσαλίας μάς δέχτηκαν τυραγνισμένους
490από έλλειψη τροφής, κι άμετροι εδώ από δίψα
κι από λιμό – γιατ᾽ ήταν και τα δυο – χαθήκαν.
Στα μέρη φτάσαμ᾽ έπειτα της Μαγνησίας
και στη χώρα των Μακεδόνων, προς το ρέμα
τ᾽ Αξιού και τις βαλτίσιες καλαμιές της Βόλβης
και στ᾽ όρος το Παγγαίο, στη γη την Ηδωνίδα.
Μα σήκωσ᾽ ο θεός τη νύχτα εκείνη πρώιμο
βαρύ χειμώνα κι έπηξε το ρέμα ως πέρα
του αγνού Στρυμόνα, κι όποιος να παραδεχτεί πριν
δεν ήθελε θεούς, με παράκλησες τότε
τους πρόσπεφτε κι ευχές, Γη κι Ουρανό καλώντας.
500κι αφού έπαψε όλους τους θεούς να τάζει, αρχίζει
τον κρουσταλλόπηχτ᾽ ο στρατός να περνά πόρο.
Μα μόν᾽ όσοι από μας διαβήκαν, πριν οι αχτίνες
του θεού σκορπίσουν, σώθηκαν· γιατί σε λίγο
του ήλιου ο λαμπρός φλογίζοντας τα πάντα κύκλος
πέρασ᾽ ως την καρδιά του πάγου λιώνοντάς τον
κι έπεφταν πάνω επανωτοί· χαρά στον όποιος
μιαν ώρα πιο μπροστά ξεψύχησε και πήγε.
μα όσοι απομείναν κι έτυχε να τη γλιτώσουν,
αφού μόλις και πέρασαν με πολύ κόπο
τη Θράκη, όσοι ξεφύγανε, φτάσανε τέλος
510στην πατρική μας γη – μια φούχτ᾽ ανθρώπων μόλις,
που να ᾽χει η χώρα των Περσών να κλαίει ποθώντας
την τόση αγαπημένη της πὄχασε νιότη.
Αυτή ᾽ν᾽ η αλήθεια· μα και πάλι πολλ᾽ αφήνω
απ᾽ τα κακά που σώριασε ο θεός στους Πέρσες.
|