ΟΡΕ. Τη φοβερή θυσία ποιός θ᾽ αναλάβει;
ΙΦΙ. Εγώ· τη θεά μας έτσι εξιλεώνω.
ΟΡΕ. Άγριο και φοβερό, κοπέλα μου, έργο.
620ΙΦΙ. Μου το επιβάλλουν· πρέπει να υπακούσω.
ΟΡΕ. Γυναίκα εσύ, να μαχαιρώνεις άντρες!
ΙΦΙ. Μόνο αγιασμό θα ρίξω στα μαλλιά σου.
ΟΡΕ. Κι ο θύτης ποιός; αν πρέπει να ρωτάω.
ΙΦΙ. Κάποιοι είναι στο ναό μ᾽ αυτό το χρέος.
ΟΡΕ. Κι αφού πεθάνω, σαν τί τάφο θα έχω;
ΙΦΙ. Ιερή φωτιά, χάσμα πλατύ του βράχου.
ΟΡΕ. Αλί!
Που ᾽σαι, αδερφή να με νεκροστολίσεις!
ΙΦΙ. Η ευχή σου μάταιη, δόλιε, όποιος και να ᾽σαι·
είναι μακριά απ᾽ τη χώρα των βαρβάρων.
630Μα αφού ᾽σαι Αργείος, κι εγώ θα κάμω κάθε
χάρη για σε που μου περνά απ᾽ το χέρι.
Στολίδια μες στον τάφο σου θα βάλω
πολλά, με ξανθό λάδι θα σου σβήσω
τη στάχτη, και θα ρίξω στην πυρά σου
τις γλυκές σταλαξιές που απ᾽ τ᾽ άνθη βγάζει
το βουνίσιο ξανθόμαυρο μελίσσι.
Μα πάω να φέρω απ᾽ το ναό το γράμμα·
και το κακό σ᾽ εμένα μην το ρίχνεις.
Στους φύλακες.
Φυλάγετέ τους, δούλοι, αλλά λυμένους.
Ανέλπιστο ίσως μήνυμα να στείλω
στον πιο μου αγαπημένο απ᾽ τους δικούς μου
640μες στο Άργος, και το γράμμα, αφού του μάθει
πως ζουν αυτοί που για νεκρούς τους έχει,
μια βάσιμη ευχαρίστηση του δώσει.
Μπαίνει στο ναό.
ΧΟΡ., στον Ορέστη,
Κλαίμε για σένα, που αιμάτινες στάλες
σε καρτερούνε ιερού ραντισμού.
ΟΡΕ. Ξένες, δεν είν᾽ αυτά για κλάψες· γεια σας.
ΧΟΡ., στον Πυλάδη.
Και μακαρίζουμ᾽ εσέ, παλικάρι,
για την καλή σου την τύχη,
που θα πατήσεις το χώμα του τόπου σου.
650ΠΥΛ. Φριχτό στο φίλο, φίλο του να χάνει.
ΧΟΡ., στον Πυλάδη.
Ω θλιβερό ξεπροβόδισμα!
Στον Ορέστη.
Χάνεσαι, αλίμονο, αλίμονο!
Αχ, απ᾽ τους δυο σας ποιός είναι ο πιο δύστυχος;
Και παραδέρνει μου ο νους σε δυο γνώμες ανάμεσα
ποιόν απ᾽ τους δυο σας να κλάψω.
|