Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (617-656)


ΟΡ. θύσει δὲ τίς με καὶ τὰ δεινὰ τλήσεται;
ΙΦ. ἐγώ· θεᾶς γὰρ τήνδε προστροπὴν ἔχω.
ΟΡ. ἄζηλά γ᾽, ὦ νεᾶνι, κοὐκ εὐδαίμονα.
620ΙΦ. ἀλλ᾽ εἰς ἀνάγκην κείμεθ᾽, ἣν φυλακτέον.
ΟΡ. αὐτὴ ξίφει θύουσα θῆλυς ἄρσενας;
ΙΦ. οὔκ, ἀλλὰ χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι.
ΟΡ. ὁ δὲ σφαγεὺς τίς; εἰ τάδ᾽ ἱστορεῖν με χρή.
ΙΦ. ἔσω δόμων τῶνδ᾽ εἰσὶν οἷς μέλει τάδε.
625ΟΡ. τάφος δὲ ποῖος δέξεταί μ᾽, ὅταν θάνω;
ΙΦ. πῦρ ἱερὸν ἔνδον χάσμα τ᾽ εὐρωπὸν πέτρας.
ΟΡ. φεῦ·
πῶς ἄν μ᾽ ἀδελφῆς χεὶρ περιστείλειεν ἄν;
ΙΦ. μάταιον εὐχήν, ὦ τάλας, ὅστις ποτ᾽ εἶ,
ηὔξω· μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός.
630οὐ μήν, ἐπειδὴ τυγχάνεις Ἀργεῖος ὤν,
ἀλλ᾽ ὧν γε δυνατὸν οὐδ᾽ ἐγὼ λείψω χάριν.
πολύν τε γάρ σοι κόσμον ἐνθήσω τάφῳ,
ξανθῷ τ᾽ ἐλαίῳ σῶμα σὸν κατασβέσω,
καὶ τῆς ὀρείας ἀνθεμόρρυτον γάνος
635ξουθῆς μελίσσης εἰς πυρὰν βαλῶ σέθεν.
ἀλλ᾽ εἶμι δέλτον τ᾽ ἐκ θεᾶς ἀνακτόρων
οἴσω· τὸ μέντοι δυσμενὲς μὴ ᾽μοὶ λάβῃς.
φυλάσσετ᾽ αὐτούς, πρόσπολοι, δεσμῶν ἄτερ.…
ἴσως ἄελπτα τῶν ἐμῶν φίλων τινὶ
640πέμψω πρὸς Ἄργος, ὃν μάλιστ᾽ ἐγὼ φιλῶ,
καὶ δέλτος αὐτῷ ζῶντας οὓς δοκεῖ θανεῖν
λέγουσα πιστὰς ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ.

ΧΟ. κατολοφυρόμεθα σὲ τὸν χερνίβων
ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς.
ΟΡ. οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ᾽, ἀλλὰ χαίρετ᾽, ὦ ξέναι.
ΧΟ. σὲ δὲ τύχας μάκαρος, ὦ
νεανία σεβόμεθ᾽, ἐς
πάτραν ὅτι ποτ᾽ ἐπεμβάσῃ.
650ΠΥ. ἄζηλά τοι φίλοισι, θνησκόντων φίλων.
ΧΟ. ὦ σχέτλιοι πομπαί.
φεῦ φεῦ, διόλλυσαι.
αἰαῖ αἰαῖ. πότερος ὁ μᾶλλον;
ἔτι γὰρ ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε φρήν,
σὲ πάρος ἢ σ᾽ ἀναστενάξω γόοις.


ΟΡΕ. Τη φοβερή θυσία ποιός θ᾽ αναλάβει;
ΙΦΙ. Εγώ· τη θεά μας έτσι εξιλεώνω.
ΟΡΕ. Άγριο και φοβερό, κοπέλα μου, έργο.
620ΙΦΙ. Μου το επιβάλλουν· πρέπει να υπακούσω.
ΟΡΕ. Γυναίκα εσύ, να μαχαιρώνεις άντρες!
ΙΦΙ. Μόνο αγιασμό θα ρίξω στα μαλλιά σου.
ΟΡΕ. Κι ο θύτης ποιός; αν πρέπει να ρωτάω.
ΙΦΙ. Κάποιοι είναι στο ναό μ᾽ αυτό το χρέος.
ΟΡΕ. Κι αφού πεθάνω, σαν τί τάφο θα έχω;
ΙΦΙ. Ιερή φωτιά, χάσμα πλατύ του βράχου.
ΟΡΕ. Αλί!
Που ᾽σαι, αδερφή να με νεκροστολίσεις!
ΙΦΙ. Η ευχή σου μάταιη, δόλιε, όποιος και να ᾽σαι·
είναι μακριά απ᾽ τη χώρα των βαρβάρων.
630Μα αφού ᾽σαι Αργείος, κι εγώ θα κάμω κάθε
χάρη για σε που μου περνά απ᾽ το χέρι.
Στολίδια μες στον τάφο σου θα βάλω
πολλά, με ξανθό λάδι θα σου σβήσω
τη στάχτη, και θα ρίξω στην πυρά σου
τις γλυκές σταλαξιές που απ᾽ τ᾽ άνθη βγάζει
το βουνίσιο ξανθόμαυρο μελίσσι.
Μα πάω να φέρω απ᾽ το ναό το γράμμα·
και το κακό σ᾽ εμένα μην το ρίχνεις.
Στους φύλακες.
Φυλάγετέ τους, δούλοι, αλλά λυμένους.
Ανέλπιστο ίσως μήνυμα να στείλω
στον πιο μου αγαπημένο απ᾽ τους δικούς μου
640μες στο Άργος, και το γράμμα, αφού του μάθει
πως ζουν αυτοί που για νεκρούς τους έχει,
μια βάσιμη ευχαρίστηση του δώσει.
Μπαίνει στο ναό.

ΧΟΡ., στον Ορέστη,
Κλαίμε για σένα, που αιμάτινες στάλες
σε καρτερούνε ιερού ραντισμού.
ΟΡΕ. Ξένες, δεν είν᾽ αυτά για κλάψες· γεια σας.
ΧΟΡ., στον Πυλάδη.
Και μακαρίζουμ᾽ εσέ, παλικάρι,
για την καλή σου την τύχη,
που θα πατήσεις το χώμα του τόπου σου.
650ΠΥΛ. Φριχτό στο φίλο, φίλο του να χάνει.
ΧΟΡ., στον Πυλάδη.
Ω θλιβερό ξεπροβόδισμα!
Στον Ορέστη.
Χάνεσαι, αλίμονο, αλίμονο!
Αχ, απ᾽ τους δυο σας ποιός είναι ο πιο δύστυχος;
Και παραδέρνει μου ο νους σε δυο γνώμες ανάμεσα
ποιόν απ᾽ τους δυο σας να κλάψω.