ΧΟΡΟΣ
Φοβερό το κακό που έχει πέσει
στη γενιά του Πριάμου, στη χώρα μου·
οι θεοί το θελήσανε.
ΕΚΑΒΗ
Κόρη μου, τόσες είναι οι συμφορές μου,
που δεν ξέρω ποιά να πρωτοκοιτάξω·
αν αγγίξω τη μια, με κρατάει, όμως κι άλλη
θλίψη με κράζει,
ακολουθώντας μιαν ατέλειωτη σειρά
βάσανα πάνω στα βάσανα. Έτσι και τώρα,
πώς θα μπορούσα να τη σβήσω από τον νου μου
590τη συμφορά σου και να μη θρηνώ;
Μα πάλι, πρέπει να το πω, ξαλάφρωσα
μαθαίνοντας πόσο γενναία εφάνηκες. Λοιπόν,
είναι περίεργο. Ένα αχαμνό χωράφι,
αν δώσουν οι θεοί καλόν καιρό, καρπίζει·
και πάλι, ένα χωράφι καρπερό, αν δεν λάβει
όσα χρειάζεται, αχαμναίνει. Όμως ο άνθρωπος,
πάντα, ο κακός άλλο δεν είναι από κακός·
πάντα ο καλός, καλός και καμιά συμφορά
το φυσικό του δεν αλλάζει, σωστός πάντα.
Οι γονιοί τάχα διαφέρουνε; η ανατροφή;
600Γιατί, κι ο τρόπος που αναθρέφεται ο καθένας
βοηθάει στην αρετή· μαθαίνεις το καλό,
ξέρεις να ξεχωρίζεις
και το κακό, με του καλού το μέτρο.
Σαϊτιές του νου που πάνε στα χαμένα.
(Στον Ταλθύβιο.)
Τώρα εσύ, τράβα και να πεις στους Αργίτες
κανείς να μη μου αγγίξει την παιδούλα
και να κρατήσουνε μακριά τον όχλο. Σ᾽ έναν
στρατό μεγάλο, χαλινάρι δεν υπάρχει
κι η αψηφησιά του ναύτη πιο πολύ
κι απ᾽ τη φωτιά φουντώνει· εκεί
κακός λογαριάζεται όποιος κακό δεν κάνει.
(Η Εκάβη στρέφεται σε μια βάγια της.)
Κι εσύ, παλιά δουλεύτρα μου, πάρε μια στάμνα,
γέμισέ τη νερό θαλασσινό
610και φέρε μού τη, για στερνή φορά
να λούσω την κόρη μου, νυφούλα
ανύμφευτη, κακότυχη παρθένα,
και να την αποθέσω στο κρεβάτι στολισμένη
όχι καθώς της άξιζε —δεν έχω τρόπο—
αλλά μ᾽ εκείνο που μπορώ, μαζεύοντας, ας πούμε,
στολίδια απ᾽ τις αιχμάλωτες που ζουν μαζί μου
σε τούτες τις σκηνές, αν ίσως στα κλεφτά
καμιά τους έχει τίποτα παρμένο
από το σπίτι της κι οι αφέντες οι καινούργιοι
δεν το γνωρίζουν. Ω παλάτια,
ω σπίτια έναν καιρό ευτυχισμένα.
620Ω Πρίαμε, με τ᾽ αμέτρητα πλούτη, τα παιδιά τα καλά,
κι η γερόντισσα μάνα τους εγώ,
πώς φτάσαμε στο τίποτα, πώς χάσαμε
όλη μας την παλιά αρχοντιά. Κι έρχεται ο άλλος
και καμαρώνει γιατί ζει σε πλούσιο σπίτι
κι ο δείνας επειδή στην πόλη έχει όνομα.
Όλα τούτα είναι τίποτα· δείχνουνε μόνο
ξεπαρμένο μυαλό και καυχησιά της γλώσσας.
Εκείνος είναι στ᾽ αλήθεια ευτυχισμένος
που η κάθε μέρα του περνάει με δίχως θλίψη.
(Η Εκάβη μπαίνει στη σκηνή της.)
|