ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Αρχίζει η εκφορά της νεκρής· βγαίνουν από το παλάτι, ο Άδμητος, υπηρέτες με το νεκροκρέβατο και άλλοι με πρόσφορα.
ΑΔΜ. Φεραίοι, εσείς που βρίσκεστε κοντά μου
με αγάπη, τη νεκρή, με όλα όσα πρέπει,
σηκώνουν οι υπηρέτες, να την πάνε
για ταφή και πυρά· και ως είναι η τάξη,
εσείς την πεθαμένη χαιρετίστε,
610που παίρνει τώρα το στερνό της δρόμο.
ΚΟΡ. Μα με το γέρικό του βήμα, βλέπω,
έρχεται δω ο πατέρας σου· στολίδια
στα χέρια τους κρατούν οι ακόλουθοί του,
προσφορές νεκρικές για την κυρά μας.
Έρχεται ο Φέρης με ακολουθία δούλων.
ΦΕΡΗΣ
Ο πόνος σου είναι, γιε μου, και δικός μου·
και φρόνιμη και ενάρετη γυναίκα
χάνεις· αυτό κανένας δεν τ᾽ αρνιέται.
Μα όσο βαρύ και να ᾽ναι, υπομονή.
Πάρ᾽ τα στολίδια τούτα κι ας θαφτούνε
μαζί μ᾽ αυτήν· κάθε τιμή τής πρέπει,
που τη ζωή της πρόσφερε για σένα,
620κι έτσι άκληρος δεν έμεινα, παιδί μου,
δε μ᾽ άφησε χωρίς εσέ να λιώνω
σε μαύρα γερατειά· η γενναία της πράξη
δόξα μεγάλη για όλες τις γυναίκες.
Πλησιάζει στο φέρετρο.
Ω που έσωσες το γιο μου, που κι εμένα
μ᾽ αναστύλωσες μες στο πέσιμό μου,
στο καλό· κι ευτυχία να βρεις στον Άδη.
Ναι, στους θνητούς, αλήθεια, τέτοιος γάμος
κάνει πολύ καλό· ειδεμή να λείπει.
ΑΔΜ. Στην κηδεία δε σε κάλεσα, κι ούτε είναι
630συμπαράσταση φίλου ο ερχομός σου·
κι απάνω της, ποτέ δικό σου δώρο·
έχει αρκετά για να θαφτούν μαζί της.
Σαν πέθαινα χρειαζόμουν τη συμπόνια σου.
Κι αφού τότε τραβήχτηκες, και γέρος,
άφησες να χαθεί ένας νέος, μας πιάνεις
τους θρήνους; Μη δεν είσαι εσύ ο γονιός μου,
ο γνήσιος; Δε με γέννησε η γυναίκα
που με γέννησε λέει και που μητέρα
την κράζω; Μήπως μ᾽ έκαμε μια δούλη
και στης γριάς σου κλεφτά τον κόρφο μπήκα;
640Στην κρίσιμη ώρα το ᾽δειξες ποιός είσαι·
δεν το πιστεύω πια πως είμαι γιος σου.
Ή τόσο είσαι δειλός, που, ενώ έχεις φτάσει
στα χρόνια που είσαι, στης ζωής το τέρμα,
τη θέληση δεν είχες και το θάρρος
για το παιδί σου να πεθάνεις, κι έτσι
πέθανε κείνη που αίμα μου δεν είναι·
αυτή, και μόνο αυτή είναι τώρα δίκιο
να λογαριάζω μάνα και πατέρα.
Κι όμως θα ᾽ταν ωραίος για σένα αγώνας
στο γιο σου να προσφέρεις τη ζωή σου,
650αφού πια λίγο σου ᾽μενε να ζήσεις.
[Θα ζούσα εγώ, μαζί κι αυτή, κι έτσι έρμος
δε θα ᾽κλαια τώρα εγώ τη συμφορά μου].
Όσα μπορεί ένας άνθρωπος να ελπίσει
τα ᾽χεις χαρεί· της νιότης σου τα χρόνια
τα πέρασες στο θρόνο· διάδοχο είχες,
για να κληρονομήσει αυτό το σπίτι,
εμένα· δε θα μέναν τ᾽ αγαθά σου,
μετά το θάνατό σου, λεία των ξένων.
Κι ούτε θα πεις πως μ᾽ άφησες να σβήσω
γιατί τα γερατειά σου εγώ αψηφούσα·
όσο κανένας άλλος τα σεβόμουν·
660και νά η ευγνωμοσύνη για όλα τούτα,
κι εκείνης που μ᾽ εγέννα και η δική σου.
Εμπρός λοιπόν, κάμε παιδιά, κι αμέσως,
να σε γεροκομήσουν, να φροντίσουν
για σάβανα και τάφο σαν πεθάνεις·
αυτά από μένα πια να μην τα ελπίζεις·
για σένα είμαι νεκρός· κι αν μ᾽ έσωσε άλλος
και βλέπω αυτό το φως, εκείνου λέω
πως είμαι γιος, για κείνον η έγνοια μου όλη.
Ψέματα λένε οι γέροι, σα γρινιάζουν
για της ζωής το μάκρος και ποθούνε
670τάχατες να τελειώσουν· σα σιμώσει
ο θάνατος, δε θέλουν να πεθάνουν,
τα γερατειά πια δεν τους είναι βάρος.
ΚΟΡ. Άδμητε, αρκεί τ᾽ άλλο κακό· μη θέλεις
το θυμό να ξανάβεις του γονιού σου.
|