ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (Εισέρχεται ο Αιγέας από την πάροδο που οδηγεί
έξω από την πόλη και σε άλλους τόπους.)
ΑΙΓΕΑΣ
Χαίρε, Μήδεια. Κανείς δεν ξέρει αρχή ωραιότερη από το «χαίρε»
για να μιλήσει σε ανθρώπους που αγαπά.
665ΜΗ. Χαίρε και εσύ, Αιγέα, γιε του σοφού Πανδίονα.
Πώς βρέθηκες σ᾽ αυτά τα μέρη; Από πού έρχεσαι;
ΑΙ. Έρχομαι από το πανάρχαιο μαντείο του Φοίβου.
ΜΗ. Τί σ᾽ έφερε στον ομφαλό της γης, όπου μελωδούνται οι χρησμοί;
ΑΙ. Ήθελα να μάθω πώς θα βλαστήσουν από μένα παιδιά.
670ΜΗ. Για όνομα των θεών, πέρασες τη ζωή σου ώς τώρα χωρίς παιδιά;
ΑΙ. Είμαι χωρίς παιδιά — κάποιος θεός την όρισε τη μοίρα μου.
ΜΗ. Έχεις γυναίκα ή δεν εγνώρισες τον γάμο;
ΑΙ. Ο ζυγός του γάμου δεν μου είναι άγνωστος.
ΜΗ. Και τί σου είπε ο Φοίβος για τα παιδιά;
675ΑΙ. Ρήματα σοφά, που αδυνατεί να τα εννοήσει ένας θνητός.
ΜΗ. Επιτρέπεται άραγε να γνωρίζω εγώ τον χρησμό του θεού;
ΑΙ. Και βέβαια — χρειάζεται άλλωστε νους σοφός.
ΜΗ. Τί έλεγε λοιπόν ο χρησμός; Αν επιτρέπεται ν᾽ ακούσω, πες μου.
ΑΙ. Του ασκού το πόδι που εξέχει να μην το λύσω...
ΜΗ. Προτού πράξεις τί ή φτάσεις πού; 680
ΑΙ. προτού επιστρέψω στην εστία των πατέρων μου.
ΜΗ. Και ποιός ο λόγος που έπλευσες ώς εδώ;
ΑΙ. Υπάρχει κάποιος Πιτθέας, βασιλιάς στη χώρα της Τροιζήνας.
ΜΗ. Γιος, λένε, του Πέλοπα, άνδρας ευσεβέστατος.
685ΑΙ. Θέλω να μοιραστώ μαζί του τον χρησμό του θεού.
ΜΗ. Είναι άνθρωπος σοφός και κατέχει τα μαντικά.
ΑΙ. Είναι για μένα και ο πιο ακριβός μου σύμμαχος και φίλος.
ΜΗ. Καλή τύχη να έχεις και να πετύχεις όσα επόθησες.
ΑΙ. Όμως γιατί βασίλεψε το βλέμμα και η όψη σου;
690ΜΗ. Αιγέα, ο άντρας μου είναι ο ελεεινότερος όλων.
ΑΙ. Τί λες; Άνοιξέ μου την καρδιά σου. Μίλα μου καθαρά.
ΜΗ. Με αδικεί ο Ιάσων, ενώ εγώ δεν τον έβλαψα ποτέ.
ΑΙ. Κάνοντας τί; Μίλησέ μου πιο καθαρά.
ΜΗ. Έβαλε πάνω από μένα δέσποινα του σπιτιού άλλη γυναίκα.
695ΑΙ. Μη μου πεις πως τόλμησε την αισχρότατη τούτη πράξη;
ΜΗ. Τόλμησε. Εμείς, που μας αγάπαε πριν, ατιμαζόμαστε.
ΑΙ. Γιατί; Ερωτεύτηκε ή δεν τον έθελγε το κρεβάτι σου;
ΜΗ. Παράφορος έρωτας! Δεν φάνηκε πιστός σ᾽ αυτούς που τον αγάπησαν.
ΑΙ. Αν είναι, όπως λες, ένας αχρείος, ώρα καλή.
700ΜΗ. Ερωτεύτηκε τη δόξα του βασιλικού γαμπρού.
ΑΙ. Και του έδωσε τη γυναίκα ποιός; Απόσωσε τον λόγο σου.
ΜΗ. Ο Κρέων, που βασιλεύει εδώ στη γη της Κορίνθου.
ΑΙ. Έχεις κάθε λόγο, γυναίκα, να νιώθεις πληγωμένη.
ΜΗ. Χάθηκα. Και αποπάνω εξορίζομαι από τη χώρα.
705ΑΙ. Από ποιόν; Τώρα μιλάς για άλλο, καινούργιο κακό.
ΜΗ. Από τον Κρέοντα. Με πετάει εξόριστη έξω από τη γη της Κορίνθου.
ΑΙ. Και το δέχεται ο Ιάσων; Δεν θα τον επαινέσω ούτε γι᾽ αυτό.
ΜΗ. Με τα λόγια βέβαια όχι, είναι όμως πρόθυμος να το «αντέξει».
Σε εξορκίζω λοιπόν σε τούτα τα γένια,
710αγγίζω ικετεύοντας τα γόνατά σου,
λυπήσου με τη δύσμοιρη, λυπήσου με
και μην αφήσεις να βρεθώ στην εξορία πανέρημη,
δέξου να έρθω στη χώρα σου και στην εστία του σπιτιού σου.
Και είθε να δώσουν οι θεοί
να εκπληρωθεί ο πόθος σου για παιδιά
715και να σε βρει όταν έρθει ο θάνατος ευτυχισμένο.
Δεν ξέρεις τί εύρημα είναι αυτό που ηύρες.
Εγώ θα σε λυτρώσω από την ατεκνία
και θα σε αξιώσω να σπείρεις παιδιά. Τέτοια βοτάνια κατέχω.
|