Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.23.1-6.24.6)
[6.23.1] Ἔνθεν δὲ διὰ τῆς Γαδρωσῶν χώρας ᾔει ὁδὸν χαλεπὴν καὶ ἄπορον τῶν ἐπιτηδείων, τῶν τε ἄλλων καὶ ὕδωρ πολλαχοῦ τῇ στρατιᾷ οὐκ ἦν· ἀλλὰ νύκτωρ ἠναγκάζοντο γῆν πολλὴν πορεύεσθαι καὶ προσωτέρω ἀπὸ θαλάσσης, ἐπεὶ αὐτῷ γε ἐν σπουδῇ ἦν ἐλθεῖν τὰ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς χώρας καὶ λιμένας τε ἰδεῖν τοὺς ὄντας καὶ ὅσα γε ἐν παρόδῳ δυνατὰ γένοιτο τῷ ναυτικῷ παρασκευάσαι, ἢ φρέατα ὀρύξαντας ἢ ἀγορᾶς που ἢ ὅρμου ἐπιμεληθέντας. [6.23.2] ἀλλὰ ἦν γὰρ ἔρημα παντάπασιν τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ τῆς Γαδρωσῶν γῆς, ὁ δὲ Θόαντα τὸν Μανδροδώρου καταπέμπει ἐπὶ θάλασσαν ξὺν ὀλίγοις ἱππεῦσιν, κατασκεψόμενον εἴ πού τις ὅρμος ὢν τυγχάνει ταύτῃ ἢ ὕδωρ οὐ πόρρω ἀπὸ θαλάσσης ἤ τι ἄλλο τῶν ἐπιτηδείων. καὶ οὗτος ἐπανελθὼν ἀπήγγειλεν ἁλιέας τινὰς καταλαβεῖν ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς· [6.23.3] πεποιῆσθαι δὲ τὰς καλύβας ξυνθέντας τὰς κόγχας· στέγην δὲ εἶναι αὐταῖς τὰς ἀκάνθας τῶν ἰχθύων· καὶ τούτους τοὺς ἁλιέας ὕδατι ὀλίγῳ διαχρῆσθαι χαλεπῶς διαμωμένους τὸν κάχληκα, καὶ οὐδὲ τούτῳ πάντῃ γλυκεῖ τῷ ὕδατι. |
[6.23.1] Από εκεί ο Αλέξανδρος προχώρησε μέσα στη χώρα των Γαδρωσών από έναν δρόμο δύσκολο που δεν είχε τρόφιμα και ανάμεσα στα άλλα δεν υπήρχε σε πολλά μέρη ούτε νερό για τον στρατό. Ωστόσο αναγκάζονταν να διατρέχουν οι στρατιώτες μεγάλες αποστάσεις κατά τη νύχτα και μάλιστα μακριά από τη θάλασσα, επειδή ο Αλέξανδρος βιαζόταν να φθάσει στην παραθαλάσσια περιοχή, για να δει τα λιμάνια που υπήρχαν και για να προετοιμάσει όσα ήταν βέβαια δυνατό να γίνουν για το ναυτικό κατά τη διέλευσή του, είτε ανοίγοντας πηγάδια είτε ψάχνοντας αν υπήρχε πουθενά αγορά τροφίμων ή αγκυροβόλιο. [6.23.2] Επειδή όμως ήταν τελείως έρημα τα παραθαλάσσια μέρη της χώρας των Γαδρωσών, έστειλε τον Θόαντα, τον γιο του Μανδροδώρου, προς τη θάλασσα με λίγους ιππείς, για να ερευνήσει αν τυχόν υπήρχε κάπου στο μέρος εκείνο κανένα αγκυροβόλιο ή νερό κοντά στη θάλασσα ή τίποτε άλλο από τα αναγκαία. Όταν επέστρεψε, του ανήγγειλε ότι βρήκε μερικούς ψαράδες στην παραλία μέσα σε πνιγερές καλύβες, [6.23.3] τις οποίες είχαν κατασκευάσει συναρμολογώντας τα όστρακα· για στέγη τους είχαν οι καλύβες αυτές κόκαλα ψαριών. Ανέφερε ακόμη ότι οι ψαράδες εκείνοι χρησιμοποιούσαν λίγο νερό που το έβρισκαν σκάβοντας με δυσκολία τα χαλίκια· αλλά το νερό αυτό ήταν εντελώς γλυκό. |