290Έτσι ο Αντίνοος μιλώντας, ο λόγος του άρεσε στους άλλους.
Αμέσως ο καθένας τους στέλνει τον κήρυκα,
το δώρο του να φέρει.
Της φέρνει τότε του Αντινόου ο κήρυκας φαντό πανέμορφο
για πανωφόρι, καταστόλιστο, με πόρπες δώδεκα χρυσές,
θηλυκωμένες σ᾽ άγκιστρα ευλύγιστα.
Του Ευρυμάχου ο κήρυκας της έφερε μαλαματένιο περιδέραιο,
με χάντρες ένθετες κεχριμπαρένιες — έλαμπε σαν ήλιος.
Οι δούλοι του Ευρυδάμαντα της φέρνουν σκουλαρίκια,
σε σχήμα μούρου, τρίπετρα — αντανακλούσε γύρω η λάμψη τους.
Και το παιδόπουλο του αρχοντικού Πεισάνδρου, του Πολυκτόρου εγγονός,
300της έφερε μια τραχηλιά, κόσμημα εκθαμβωτικό.
Ένας μετά τον άλλον, όλοι οι μνηστήρες Αχαιοί κάτι ωραίο
της χάρισαν. Και τότε εκείνη, θεία γυναίκα, κίνησε πάλι ν᾽ ανεβεί
στην κάμαρή της — πίσω της οι θεραπαινίδες κουβαλούσαν
τα εξαίσια δώρα.
Κάτω οι μνηστήρες το ρίχνουν τότε στον χορό, ευφραίνονταν
με το παθητικό τραγούδι, προσμένοντας να πέσει το σκοτάδι·
και πάνω στην ξεφάντωση πέφτει το μαύρο βράδυ.
Οπότε στήθηκαν, χωρίς χρονοτριβή, τρεις πυροστάτες
στη μεγάλη αίθουσα, να δώσουν φως.
Πάνω τους έβαλαν ξύλα ξερά, από καιρό πια τραβηγμένα,
σχισμένα μόλις με το χάλκινο πελέκι, κι ανάμεσα στα ξύλα
310μπήκαν δαδιά, που κάθε λίγο τα συνδαύλιζαν, η μια μετά την άλλη,
του καρτερόψυχου Οδυσσέα οι δούλες.
Εκείνος τότε, διογέννητος, ο Οδυσσέας πολύγνωμος, τους είπε:
«Δούλες του Οδυσσέα εσείς, του βασιλιά που χρόνια τώρα
βρίσκεται στα ξένα, πηγαίνετε καλύτερα στο δώμα επάνω,
εκεί που κάθεται κι η σεβαστή βασίλισσά σας.
Κοντά της, στριφογυρίζετε κι εσείς τη ρόκα ή πιάσετε στα χέρια σας
μαλλί να το χτενίσετε, για να ξεδώσει και ο δικός της νους
μέσα στην κάμαρή της.
Όσο για φως, εγώ είμαι εδώ, μπορώ και μόνος να το συντηρώ,
για τη δική τους χάρη. Γιατί ακόμη κι αν το αποφασίσουν
εδώ να μείνουν περιμένοντας, ώσπου η Αυγή καλλίθρονη να φέξει,
δεν θα με δουν εμένα νικημένο· έχω μεγάλη υπομονή
μετά από τόσα πάθη.»
320Αυτά τους είπε, εκείνες όμως, η μια κοιτάζοντας την άλλη,
γέλασαν ειρωνικά. Οπότε η Μελανθώ,
ωραία στην όψη, προκαλούσε με λόγια πρόστυχα τον Οδυσσέα —
ήταν η κόρη του Δολίου, η ίδια η Πηνελόπη την ανάθρεψε,
λες κι ήτανε παιδί δικό της, της χάριζε παιχνίδια
να τα χαίρεται· εκείνη όμως αποδείχτηκε αναίσθητη
στον πόνο και στα βάσανα της Πηνελόπης, έγινε ερωμένη
του Ευρυμάχου, έσμιγε μαζί του στο κρεβάτι.
Αυτή λοιπόν έβγαλε τότε γλώσσα αισχρή στον Οδυσσέα:
«Ταλαίπωρε ξενόφερτε, φαίνεται πως ο νους σου σάλεψε,
κι αντί να πας να κοιμηθείς στο στέκι ενός χαλκωματά
ή και σε κάποιο χάνι, κάθεσαι εδώ και παριστάνεις τον μεγάλο ρήτορα·
330θρασύς μπροστά σε τόσους άντρες, χωρίς να νιώθεις μέσα σου
κανένα δισταγμό. Αν δεν παραζαλίστηκες απ᾽ το πολύ κρασί,
είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι᾽ αυτό μας αραδιάζεις φλυαρίες.
Το πήρες πάνω σου, που νίκησες τον Ίρο, έναν του δρόμου
ψωμοζήτη. Κοίτα μονάχα μήπως και κάποιος άλλος σηκωθεί
πιο μπρατσωμένος, και με τα στιβαρά του χέρια βαρώντας
το κεφάλι σου το κάνει σβούρα — αιμόφυρτο θα σε πετάξει
έξω από το σπίτι.»
Άγρια και λοξά κοιτώντας της είπε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Σκύλα, τ᾽ άθλια λόγια σου αν τρέξω να τα πω αμέσως
στον Τηλέμαχο, θα σε λιανίσει αυτός, θα γίνεις κομματάκια.»
340Την απειλή του ακούγοντας οι δούλες, τρέχοντας από κάμαρη σε κάμαρη
σκόρπισαν τρομαγμένες, η καθεμιά με γόνατα τρεμάμενα,
γιατί το πίστεψαν πως σοβαρά μιλούσε.
Την ίδια ώρα εκείνος, κοντά στους αναμμένους πυροστάτες,
τους πρόσεχε να φέγγουν, ενώ το μάτι του κοιτούσε
ολόγυρα — μέσα του όμως η καρδιά του άλλα μελετούσε,
που ατέλεστα δεν έμειναν.
|