Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.22.1-6.22.8)

[6.22.1] Αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν αὖθις τῶν ὑπασπιστῶν καὶ τῶν Ἀγριάνων τοὺς ἡμίσεας καὶ τὸ ἄγημα τῶν ἱππέων καὶ τοὺς ἱπποτοξότας προῄει ὡς ἐπὶ τὰ ὅρια τῶν τε Γαδρωσῶν καὶ Ὠρειτῶν, ἵναπερ στενή τε ἡ πάροδος αὐτῷ εἶναι ἐξηγγέλλετο καὶ οἱ Ὠρεῖται τοῖς Γαδρωσοῖς ξυντεταγμένοι πρὸ τῶν στενῶν στρατοπεδεύειν, ὡς εἴρξοντες τῆς παρόδου Ἀλέξανδρον. [6.22.2] καὶ ἦσαν μὲν ταύτῃ τεταγμένοι, ὡς δὲ προάγων ἤδη ἐξηγγέλλετο, οἱ μὲν πολλοὶ ἔφυγον ἐκ τῶν στενῶν λιπόντες τὴν φυλακήν, οἱ δὲ ἡγεμόνες τῶν Ὠρειτῶν ἀφίκοντο παρ᾽ αὐτὸν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὸ ἔθνος ἐνδιδόντες. τούτοις μὲν δὴ προστάττει ξυγκαλέσαντας τὸ πλῆθος τῶν Ὠρειτῶν πέμπειν ἐπὶ τὰ σφέτερα ἤθη, ὡς δεινὸν οὐδὲν πεισομένους· σατράπην δὲ καὶ τούτοις ἐπιτάσσει Ἀπολλοφάνην· [6.22.3] καὶ ξὺν τούτῳ ἀπολείπει Λεοννάτον τὸν σωματοφύλακα ἐν Ὤροις, ἔχοντα τούς τε Ἀγριᾶνας ξύμπαντας καὶ τῶν τοξοτῶν ἔστιν οὓς καὶ τῶν ἱππέων καὶ ἄλλους πεζούς τε καὶ ἱππέας Ἕλληνας μισθοφόρους, τό τε ναυτικὸν ὑπομένειν ἔστ᾽ ἂν περιπλεύσῃ τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν ξυνοικίζειν καὶ τὰ κατὰ τοὺς Ὠρείτας κοσμεῖν, ὅπως μᾶλλόν τι προσέχοιεν τῷ σατράπῃ τὸν νοῦν. αὐτὸς δὲ ξὺν τῇ στρατιᾷ τῇ πολλῇ, καὶ γὰρ καὶ Ἡφαιστίων ἀφίκετο ἄγων αὐτῷ τοὺς ὑπολειφθέντας, προὐχώρει ὡς ἐπὶ Γαδρωσοὺς ἔρημον τὴν πολλήν.
[6.22.4] Καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ λέγει Ἀριστόβουλος σμύρνης πολλὰ δένδρα πεφυκέναι μείζονα ἢ κατὰ τὴν ἄλλην σμύρναν, καὶ τοὺς Φοίνικας τοὺς κατ᾽ ἐμπορ[ε]ίαν τῇ στρατιᾷ ξυνεπομένους ξυλλέγοντας τὸ δάκρυον τῆς σμύρνης (πολὺ γὰρ εἶναι, οἷα δὴ ἐκ μεγάλων τε τῶν πρέμνων καὶ οὔπω πρόσθεν ξυλλελεγμένον) ἐμπλήσαντας τὰ ὑποζύγια ἄγειν. [6.22.5] ἔχειν δὲ τὴν ἔρημον ταύτην καὶ νάρδου ῥίζαν πολλήν τε καὶ εὔοδμον καὶ ταύτην ξυλλέγειν τοὺς Φοίνικας· πολὺ δὲ εἶναι αὐτῆς τὸ καταπατούμενον πρὸς τῆς στρατιᾶς, καὶ ἀπὸ τοῦ πατουμένου ὀδμὴν ἡδεῖαν κατέχειν ἐπὶ πολὺ τῆς χώρας. [6.22.6] τοσόνδε εἶναι τὸ πλῆθος· εἶναι δὲ καὶ ἄλλα δένδρα ἐν τῇ ἐρήμῳ, τὸ μέν τι δάφνῃ ἐοικὸς τὸ φύλλον, καὶ τοῦτο ἐν τοῖς προσκλυζομένοις τῇ θαλάσσῃ χωρίοις πεφυκέναι· καὶ ἀπολείπεσθαι μὲν τὰ δένδρα πρὸς τῆς ἀμπώτεως ἐπὶ ξηροῦ, ἐπελθόντος δὲ τοῦ ὕδατος ἐν τῇ θαλάσσῃ πεφυκότα φαίνεσθαι· τῶν δὲ καὶ ἀεὶ τὰς ῥίζας τῇ θαλάσσῃ ἐπικλύζεσθαι, ὅσα ἐν κοίλοις χωρίοις ἐπεφύκει, ἔνθενπερ οὐχ ὑπενόστει τὸ ὕδωρ, καὶ ὅμως οὐ διαφθείρεσθαι τὸ δένδρον πρὸς τῆς θαλάσσης. [6.22.7] εἶναι δὲ τὰ δένδρα ταύτῃ πήχεων καὶ τριάκοντα ἔστιν ἃ αὐτῶν, τυχεῖν τε ἀνθοῦντα ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, καὶ τὸ ἄνθος εἶναι τῷ λευκῷ μάλιστα ἴῳ προσφερές, τὴν ὀδμὴν δὲ πολύ τι ὑπερφέρον. καὶ ἄλλον εἶναι καυλὸν ἐκ γῆς πεφυκότα ἀκάνθης, καὶ τούτῳ ἐπεῖναι ἰσχυρὰν τὴν ἄκανθαν, ὥστε ἤδη τινῶν καὶ παριππευόντων ἐμπλακεῖσαν τῇ ἐσθῆτι κατασπάσαι ἀπὸ τοῦ ἵππου μᾶλλόν τι τὸν ἱππέα ἢ αὐτὴν ἀποσχισθῆναι ἀπὸ τοῦ καυλοῦ. [6.22.8] καὶ τῶν λαγῶν λέγεται ὅτι παραθεόντων εἴχοντο ἐν ταῖς θριξὶν αἱ ἄκανθαι καὶ ὅτι οὕτως ἡλίσκοντο οἱ λαγῶ, καθάπερ ὑπὸ ἰξοῦ αἱ ὄρνιθες ἢ τοῖς ἀγκίστροις οἱ ἰχθύες, σιδήρῳ δὲ ὅτι διακοπῆναι οὐ χαλεπὴ ἦν· καὶ ὀπὸν ὅτι ἀνίει πολὺν ὁ καυλὸς τῆς ἀκάνθης τεμνομένης, ἔτι πλείονα ἢ αἱ συκαῖ τοῦ ἦρος καὶ δριμύτερον.

[6.22.1] Ο ίδιος πήρε πάλι μαζί του τους μισούς υπασπιστές, τους Αγριάνες, το άγημα του ιππικού και τους ιπποτοξότες και άρχισε να προχωρεί προς τα σύνορα των Γαδρωσών και των Ωρειτών, όπου τον πληροφόρησαν ότι η διάβαση ήταν στενή, και ότι στρατοπέδευσαν συνταγμένοι μπροστά στα στενά οι Γαδρωσοί και οι Ωρείτες, με σκοπό να τον εμποδίσουν να περάσει. [6.22.2] Είχαν πράγματι παραταχθεί εκεί, αλλά όταν τους ειδοποίησαν ότι πλησίαζε πλέον ο Αλέξανδρος, οι περισσότεροι αποχώρησαν από τα στενά εγκαταλείποντας τη φρούρησή τους. Παρουσιάσθηκαν επίσης στον Αλέξανδρο οι αρχηγοί των Ωρειτών παραδίδοντας τους εαυτούς τους και τον λαό τους. Αυτούς, λοιπόν, τους διέταξε ο Αλέξανδρος να συγκαλέσουν τον λαό των Ωρειτών και να τον στείλουν στον τόπο του διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό. Διόρισε στους Ωρείτες σατράπη τον Απολλοφάνη [6.22.3] και άφησε μαζί του στα Ώρα τον σωματοφύλακα Λεοννάτο με όλους τους Αγριάνες και με μερικούς τοξότες και ιππείς, καθώς και με τους άλλους Έλληνες μισθοφόρους, πεζούς και ιππείς· έργο του ήταν να περιμένει το ναυτικό, έως ότου περιπλεύσει την περιοχή, επίσης να εγκαταστήσει ανθρώπους στην πόλη και να τακτοποιήσει τα ζητήματα των Ωρειτών, ώστε να υπακούουν με μεγαλύτερη προθυμία στον σατράπη. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού —γιατί είχε φθάσει και ο Ηφαιστίων οδηγώντας τους στρατιώτες του που είχαν μείνει πίσω— άρχισε να προχωρεί προς τη Γεδρωσία που είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος έρημος.
[6.22.4] Ο Αριστόβουλος αναφέρει ότι στην έρημο αυτήν φύονται πολλά δένδρα σμύρνας που είναι μεγαλύτερα από τη συνηθισμένη σμύρνα και ότι οι Φοίνικες, που ακολουθούσαν τον στρατό του ως έμποροι, συλλέγοντας το ρετσίνι της σμύρνας το φόρτωσαν στα υποζύγιά τους και το πήραν μαζί τους (γιατί ήταν άφθονο μιας και οι κορμοί ήταν μεγάλοι και δεν είχε ποτέ ως τότε συλλεγεί). [6.22.5] Αναφέρει ακόμη ότι η έρημος αυτή είχε και ρίζες νάρδου πολλές και εύοσμες και ότι οι Φοίνικες μάζεψαν και αυτήν. Πολλές από αυτές πατούσε ο στρατός και από τη νάρδο που πατούσαν διαχυνόταν μια ευχάριστη μυρωδιά στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής· [6.22.6] τόσο ήταν το πλήθος της! Κατά τον Αριστόβουλο υπάρχουν και άλλα δένδρα στην έρημο, το φύλλο μάλιστα κάποιου δένδρου μοιάζει με τη δάφνη και φυτρώνει στα μέρη που κατακλύζονται από τη θάλασσα. Τα δένδρα αυτά μένουν σε ξερό έδαφος όσο διαρκεί η άμπωτη, αλλά, όταν επανέρχεται το νερό, φαίνονται ότι έχουν φυτρώσει μέσα στη θάλασσα. Άλλων πάλι οι ρίζες καλύπτονται συνεχώς από τη θάλασσα· πρόκειται για εκείνα που έχουν φυτρώσει σε τόπους με κοιλώματα, από τα οποία δεν αποσύρεται βέβαια το νερό και όμως το δένδρο δεν καταστρέφεται από τη θάλασσα. [6.22.7] Μερικά από τα δένδρα της περιοχής αυτής έχουν ύψος ακόμη και τριάντα πήχεων· έτυχε μάλιστα να είναι ανθισμένα εκείνη την εποχή και το άνθος τους έμοιαζε πολύ με άσπρο μενεξέ, στη μυρωδιά όμως ήταν κατά πολύ ανώτερο. Υπήρχε επίσης και ένας άλλος κορμός αγκαθιού που είχε φυτρώσει από τη γη, επάνω στον οποίο είναι τόσο δυνατά προσκολλημένο το αγκάθι, ώστε όταν κάποτε μπλέχθηκε το ένδυμα μερικών ιππέων που περνούσαν από κοντά μάλλον έριξε κάτω από το άλογό του τον ιππέα παρά ξεκόλλησε το αγκάθι από τον κορμό του. [6.22.8] Λένε ότι τα αγκάθια μπλέκονται και στις τρίχες των λαγών, όταν τρέχουν κοντά σε αυτά, και ότι με τον τρόπο αυτό συλλαμβάνονταν οι λαγοί, όπως ακριβώς πιάνονται τα πουλιά με τις ιξόβεργες και τα ψάρια με τα αγκίστρια. Λένε ακόμη ότι τα αγκάθια κόβονται εύκολα με σιδερένια εργαλεία και ότι όταν κοπεί ο κορμός του αγκαθιού, βγάζει πολύ χυμό, που είναι ακόμη περισσότερος και πικρότερος από τον χυμό που βγάζουν οι συκιές κατά την άνοιξη.