Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.93.1-5.96.2)

[5.93.1] Σωκλέης μὲν ἀπὸ Κορίνθου πρεσβεύων ἔλεξε τάδε, Ἱππίης δὲ αὐτὸν ἀμείβετο τοὺς αὐτοὺς ἐπικαλέσας θεοὺς ἐκείνῳ, ἦ μὲν Κορινθίους μάλιστα πάντων ἐπιποθήσειν Πεισιστρατίδας, ὅταν σφι ἥκωσι ἡμέραι αἱ κύριαι ἀνιᾶσθαι ὑπ᾽ Ἀθηναίων. [5.93.2] Ἱππίης μὲν τούτοισι ἀμείψατο οἷά τε τοὺς χρησμοὺς ἀτρεκέστατα ἀνδρῶν ἐξεπιστάμενος· οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων τέως μὲν εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, ἐπείτε δὲ Σωκλέος ἤκουσαν εἴπαντος ἐλευθέρως, ἅπας τις αὐτῶν φωνὴν ῥήξας αἱρέετο τοῦ Κορινθίου τὴν γνώμην, Λακεδαιμονίοισί τε ἐπεμαρτύροντο μὴ ποιέειν μηδὲν νεώτερον περὶ πόλιν Ἑλλάδα. [5.94.1] οὕτω μὲν ταῦτα ἐπαύσθη, Ἱππίῃ δὲ ἐνθεῦτεν ἀπελαυνομένῳ ἐδίδου μὲν Ἀμύντης ὁ Μακεδὼν Ἀνθεμοῦντα, ἐδίδοσαν δὲ Θεσσαλοὶ Ἰωλκόν. ὁ δὲ τούτων μὲν οὐδέτερα αἱρέετο, ἀνεχώρεε δὲ ὀπίσω ἐς Σίγειον, τὸ εἷλε Πεισίστρατος αἰχμῇ παρὰ Μυτιληναίων, κρατήσας δὲ αὐτοῦ κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα [τὸν] ἑωυτοῦ νόθον Ἡγησίστρατον, γεγονότα ἐξ Ἀργείης γυναικός, ὃς οὐκ ἀμαχητὶ εἶχε τὰ παρέλαβε παρὰ Πεισιστράτου. [5.94.2] ἐπολέμεον γὰρ ἔκ τε Ἀχιλληίου πόλιος ὁρμώμενοι καὶ Σιγείου ἐπὶ χρόνον συχνὸν Μυτιληναῖοί τε καὶ Ἀθηναῖοι, οἱ μὲν ἀπαιτέοντες τὴν χώρην, Ἀθηναῖοι δὲ οὔτε συγγινωσκόμενοι ἀποδεικνύντες τε λόγῳ οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς Ἰλιάδος χώρης ἢ οὐ καὶ σφίσι καὶ τοῖσι ἄλλοισι, ὅσοι Ἑλλήνων συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς. [5.95.1] πολεμεόντων δέ σφεων παντοῖα καὶ ἄλλα ἐγένετο ἐν τῇσι μάχῃσι, ἐν δὲ δὴ καὶ Ἀλκαῖος ὁ ποιητὴς συμβολῆς γενομένης καὶ νικώντων Ἀθηναίων αὐτὸς μὲν φεύγων ἐκφεύγει, τὰ δέ οἱ ὅπλα ἴσχουσι Ἀθηναῖοι καί σφεα ἀνεκρέμασαν πρὸς τὸ Ἀθήναιον τὸ ἐν Σιγείῳ. [5.95.2] ταῦτα δὲ Ἀλκαῖος ἐν μέλεϊ ποιήσας ἐπιτιθεῖ ἐς Μυτιλήνην ἐξαγγελλόμενος τὸ ἑωυτοῦ πάθος Μελανίππῳ ἀνδρὶ ἑταίρῳ. Μυτιληναίους δὲ καὶ Ἀθηναίους κατήλλαξε Περίανδρος ὁ Κυψέλου· τούτῳ γὰρ διαιτητῇ ἐπετράποντο· κατήλλαξε δὲ ὧδε, νέμεσθαι ἑκατέρους τὴν ἔχουσι. Σίγειον μέν νυν οὕτω ἐγένετο ὑπ᾽ Ἀθηναίοισι. [5.96.1] Ἱππίης δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐκ τῆς Λακεδαίμονος ἐς τὴν Ἀσίην, πᾶν χρῆμα ἐκίνεε, διαβάλλων τε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα καὶ ποιέων ἅπαντα ὅκως αἱ Ἀθῆναι γενοίατο ὑπ᾽ ἑωυτῷ τε καὶ Δαρείῳ. [5.96.2] Ἱππίης τε δὴ ταῦτα ἔπρησσε καὶ οἱ Ἀθηναῖοι πυθόμενοι ταῦτα πέμπουσι ἐς Σάρδις ἀγγέλους, οὐκ ἐῶντες τοὺς Πέρσας πείθεσθαι Ἀθηναίων τοῖσι φυγάσι. ὁ δὲ Ἀρταφρένης ἐκέλευέ σφεας, εἰ βουλοίατο σόοι εἶναι, καταδέκεσθαι ὀπίσω Ἱππίην. οὐκ ὦν δὴ ἐνεδέκοντο τοὺς λόγους ἀποφερομένους οἱ Ἀθηναῖοι· οὐκ ἐνδεκομένοισι δέ σφι ἐδέδοκτο ἐκ τοῦ φανεροῦ τοῖσι Πέρσῃσι πολεμίους εἶναι.

[5.93.1] Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο αντιπρόσωπος της Κορίνθου, κι ο Ιππίας του αποκρίθηκε, καλώντας για μάρτυρες τους ίδιους θεούς μ᾽ εκείνον, πως στ᾽ αλήθεια πιο πολύ απ᾽ τον καθένα οι Κορίνθιοι θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες, όταν θα ᾽ρθουν οι μέρες της κρίσης που θα τους ταλανίζουν οι Αθηναίοι. [5.93.2] Λοιπόν μ᾽ αυτά τα λόγια τού αποκρίθηκε, καθότι γνώριζε τους χρησμούς τελειότερα απ᾽ όλους τους ανθρώπους· οι υπόλοιποι σύμμαχοι, που ώς εκείνη τη στιγμή βέβαια δεν εκδηλώνονταν, ακούοντας τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, ο καθένας τους υψώνοντας τη φωνή του επιδοκίμαζε τη γνώμη του Κορινθίου κι εξόρκιζαν τους Λακεδαιμονίους να μην προκαλέσουν πολιτική ταραχή σε πόλη ελληνική.
[5.94.1] Έτσι λοιπόν πήρε τέλος αυτή η υπόθεση· στον Ιππία τώρα, που διώχτηκε αποκεί, ο Αμύντας ο Μακεδών του έδινε την Ανθεμούντα και οι Θεσσαλοί του έδιναν την Ιωλκό. Κι αυτός δε δέχτηκε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά γύρισε πίσω στο Σίγειο, που το κυρίεψε ο Πεισίστρατος με πόλεμο απ᾽ τους Μυτιληναίους, κι αφού το έβαλε στο χέρι του εγκατέστησε τύραννο το νόθο γιο του, τον Ηγησίστρατο, που τον απόχτησε από γυναίκα Αργεία· κι αυτός όση χώρα παρέλαβε από τον Πεισίστρατο δεν την κρατούσε χωρίς πόλεμο, [5.94.2] γιατί Μυτιληναίοι κι Αθηναίοι, έχοντας οι πρώτοι ορμητήριο την πόλη Αχίλλειο κι οι άλλοι το Σίγειο, πολεμούσαν για πολλά χρόνια μεταξύ τους, καθώς εκείνοι απαιτούσαν σα δική τους τη χώρα, ενώ οι Αθηναίοι ούτε καν το συζητούσαν, καθώς αποδείκνυαν μ᾽ επιχειρήματα πως οι Αιολείς δεν είχαν καθόλου περισσότερα δικαιώματα πάνω στη χώρα της Τροίας απ᾽ ό,τι αυτοί και οι άλλοι, όσοι δηλαδή από τους Έλληνες έδωσαν χέρι στο Μενέλαο στην υπόθεση της αρπαγής της Ελένης.
[5.95.1] Κι όσο κρατούσε ο πόλεμος μεταξύ τους έγιναν κι άλλα περιστατικά κάθε λογής στις μάχες, κι έν᾽ απ᾽ αυτά με τον ποιητή Αλκαίο, που, όταν ήρθαν στα χέρια κι οι Αθηναίοι νικούσαν, αυτός το ᾽βαλε στα πόδια και γλίτωσε το θάνατο, αλλά οι Αθηναίοι πήραν την πανοπλία του και την κρέμασαν ψηλά στο ναό της Αθηνάς στο Σίγειο. [5.95.2] Κι αυτό ο Αλκαίος το ᾽κανε τραγούδι και το στέλνει στη Μυτιλήνη, ιστορώντας το πάθημά του σ᾽ έναν σύντροφό του, τον Μελάνιππο. Τέλος τους Αθηναίους και τους Μυτιληναίους τούς έφερε σε συμβιβασμό ο Περίανδρος, ο γιος του Κυψέλου· γιατί σ᾽ αυτόν ανέθεσαν τη διαιτησία. Και τους έφερε σε συμβιβασμό μ᾽ αυτό τον όρο, ο καθένας τους να ορίζει τη χώρα που είχε αποχτήσει. Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο το Σίγειο πέρασε στα χέρια των Αθηναίων.
[5.96.1] Κι ο Ιππίας, απ᾽ την ώρα που γύρισε από τη Σπάρτη στην Ασία, έβαλε σ᾽ ενέργεια το καθετί, συκοφαντώντας τους Αθηναίους στον Αρταφρένη και κάνοντας τα πάντα για να πέσει η Αθήνα στα χέρια τα δικά του και του Δαρείου. [5.96.2] Αυτά λοιπόν έκανε ο Ιππίας απ᾽ τη μεριά του, κι οι Αθηναίοι, όταν τα έμαθαν, στέλνουν απεσταλμένους στις Σάρδεις, για να μην αφήσουν τους Αθηναίους εξορίστους να πείσουν τους Πέρσες· κι ο Αρταφρένης τους πρόσταζε, αν ήθελαν να σωθούν, να δεχτούν να γυρίσει στην πόλη τους ο Ιππίας. Όταν οι προτάσεις του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, δεν έγιναν δεκτές· κι από την ώρα που δεν τις αποδέχτηκαν οι Αθηναίοι, η απόφασή τους να γίνουν εχθροί των Περσών ήταν δεδομένη.