Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και προσοχή:
«Μητέρα, δεν αγαναχτώ που θύμωσες μαζί μου.
Όμως κι εγώ το καθετί το μελετώ, ξέρω να ξεχωρίζω
και το καλό και το χειρότερο, δεν είμαι πια
παιδάκι ανέμελο.
230Μόνο που δεν μπορώ τα πάντα φρόνιμα να τα ζυγίζω·
τους έχω πλάι μου και με παραζαλίζουν, ένας μετά τον άλλον, όλοι,
αυτοί οι κακόβουλοι, ενώ μου λείπουν κάποιοι που θα με συντρέξουν.
Πάντως η πάλη δεν κατέληξε, ανάμεσα στον ξένο και στον Ίρο,
όπως την είχαν οι μνηστήρες φανταστεί· βγήκε πιο δυνατός ο ξένος.
Πατέρα Δία, Αθηνά κι Απόλλων, μακάρι κι οι μνηστήρες έτσι
να γείρουν δαμασμένοι το κεφάλι τους στο σπιτικό μας —
ποιος έξω στην αυλή, ποιος μέσα εδώ στην αίθουσα,
να τους λυθούν όλων τα γόνατα.
Καθώς αυτός ο Ίρος, που τώρα κρέμασε την κεφαλή του
240στον τοίχο της αυλόθυρας, σαν μεθυσμένος· πια δεν μπορεί
στα πόδια να σταθεί, να πάει ξανά στο στέκι που κουρνιάζει —
όλα τα μέλη του παρέλυσαν.»
Έτσι συνομιλούσαν μάνα και γιος, και τότε ο Ευρύμαχος
πήρε τον λόγο και προσφώνησε την Πηνελόπη:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν ήταν να σε δουν
όσοι Αχαιοί μακριά στο ιάσιο Άργος κατοικούν,
πολλοί μνηστήρες θα περίσσευαν σε τούτο το παλάτι,
αύριο κιόλας, τρώγοντας μαζί μας.
Γιατί είσαι η ανώτερη, καμιά γυναίκα δεν σε φτάνει
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στη ζυγισμένη και βαθιά σου στόχαση.»
250Του αντιμίλησε με τη στοχαστική της φρόνηση η Πηνελόπη:
«Ευρύμαχε, τη χάρη μου, τα κάλλη μου και την κορμοστασιά μου
όλα οι αθάνατοι θεοί τα χάλασαν τη μέρα εκείνη που ξεκίνησαν οι Αργείοι
για την Τροία — μαζί κι ο άντρας ο δικός μου, ο Οδυσσέας.
Αν πίσω γύριζε κι έπαιρνε πάλι τη ζωή μου
στα δικά του χέρια, τότε κι η δόξα μου θ᾽ άπλωνε κι άλλο τα φτερά της,
και το καλό θα ᾽φερνε το καλύτερο.
Μα τώρα πνίγομαι στον πόνο, με βούλιαξε ένας θεός στη συμφορά.
Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή του χωρισμού, όταν εκείνος άφηνε
τα πατρικά του χώματα· έσφιξε τότε το δεξί μου χέρι στον καρπό
και πρόφερε τα λόγια αυτά:
“Γυναίκα δεν φαντάζομαι οι Αχαιοί, ωραία τώρα οπλισμένοι,
260πως όλοι θα γυρίσουν από την Τροία άβλαβοι.
Είναι οι Τρώες φημισμένοι μαχητές κι ανδρείοι,
στο δόρυ επιδέξιοι, εύστοχοι στο δοξάρι, καλοί αναβάτες
σ᾽ άρματα με ωκύποδα άλογα — αυτά που κρίνουν,
από τη μια στιγμή στην άλλη, την τύχη του φριχτού πολέμου.
Όσο για μένα, πού να ξέρω αν θα με φέρει πίσω του θεού το θέλημα
ή αν νεκρός θα πέσω πέρα στην Τροία.
Σ᾽ εσένα πέφτει τώρα η φροντίδα όλη· έχε τον νου σου
στον πατέρα και στη μάνα μου μέσα σε τούτο το παλάτι,
όπως και τώρα, και πιο πολύ, αφού θα βρίσκομαι στα ξένα.
Όταν ωστόσο δεις στα μάγουλα του γιου σου να φυτρώνει
γένι, τότε μπορείς να παντρευτείς ξανά, μ᾽ όποιον εσύ θελήσεις,
270αλλάζοντας όμως και σπίτι.”
Έτσι μου μίλησε σταράτα, και να που τώρα όλα συντελούνται·
βλέπω τη νύχτα να ᾽ρχεται, να πέφτει πάνω μου δεύτερος γάμος, μισητός,
σ᾽ εμένα την επάρατη, που της αφαίρεσε κάθε χαρά ο Δίας.
Αλλά μια θλίψη άλλη πλακώνει τώρα την ψυχή και την καρδιά μου·
το άδικο τούτο φέρσιμο των μνηστήρων, κάτι που δεν υπήρχε πριν.
Όσοι γυρεύουν γυναίκα ενάρετη να πάρουν, πλούσια θυγατέρα,
και μεταξύ τους συνερίζονται, φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια,
δικά τους πρόβατα παχιά, προσφέρουν γεύμα
στους δικούς της νύφης, δίνουν στην κόρη δώρα ωραία.
Όχι, εκείνοι δεν ρημάζουν, και μάλιστα ατιμώρητοι,
280ξένα αγαθά και πλούτη.»
Έτσι του μίλησε, κι ένιωσε μέσα του χαρά
βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, βλέποντας πώς
τους ψάρευε τα δώρα, πώς με μειλίχια λόγια τους επλάνευε,
κι ας μελετούσε άλλα ο νους της.
Ευθύς ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη, πήρε τον λόγο και της είπε:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν κάποιος Αχαιός
επιθυμεί το δώρο του να φέρει, να το δεχτείς εσύ —
δεν είναι ωραίο ν᾽ αρνηθείς το χάρισμα.
Αλλά κι εμείς δεν πάμε για δουλειές, δεν φεύγουμε
από δω, προτού κάποιον ανάμεσά μας διαλέξεις για γαμπρό,
όποιος θα σου φανεί καλύτερος.»
|