Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.20.2-6.21.5)

[6.20.2] Αὐτὸς δὲ κατὰ τὸ ἕτερον στόμα τοῦ Ἰνδοῦ κατέπλει αὖθις ἐς τὴν μεγάλην θάλασσαν, ὡς καταμαθεῖν, ὅπῃ εὐπορωτέρα ἡ ἐκβολὴ τοῦ Ἰνδοῦ ἐς τὸν πόντον γίγνεται· ἀπέχει δὲ ἀλλήλων τὰ στόματα τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ ἐς σταδίους μάλιστα ὀκτακοσίους καὶ χιλίους. [6.20.3] ἐν δὲ τῷ κατάπλῳ ἀφίκετο τῆς ἐκβολῆς τοῦ ποταμοῦ ἐς λίμνην μεγάλην, ἥντινα ἀναχεόμενος ὁ ποταμός, τυχὸν δὲ καὶ ἐκ τῶν πέριξ ὑδάτων ἐμβαλλόντων ἐς αὐτήν, μεγάλην τε ποιεῖ καὶ κόλπῳ θαλάσσης μάλιστα ἐοικυῖαν· καὶ γὰρ ἰχθύες ἤδη ἐν αὐτῇ τῶν ἀπὸ θαλάσσης ἐφαίνοντο, μείζονες τῶν ἐν τῇδε τῇ ἡμετέρᾳ θαλάσσῃ. προσορμισθεὶς οὖν κατὰ τὴν λίμνην ἵναπερ οἱ καθηγεμόνες ἐξηγοῦντο, τῶν μὲν στρατιωτῶν τοὺς πολλοὺς καταλείπει σὺν Λεοννάτῳ αὐτοῦ καὶ τοὺς κερκούρους ξύμπαντας, [6.20.4] αὐτὸς δὲ ταῖς τριακοντόροις τε καὶ ἡμιολίαις ὑπερβαλὼν τὴν ἐκβολὴν τοῦ Ἰνδοῦ καὶ προελθὼν καὶ ταύτῃ ἐς τὴν θάλασσαν εὐπορωτέραν τε κατέμαθεν τὴν ἐπὶ τάδε τοῦ Ἰνδοῦ ἐκβολὴν καὶ αὐτὸς προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ καὶ τῶν ἱππέων τινὰς ἅμα οἷ ἔχων παρὰ θάλασσαν ᾔει σταθμοὺς τρεῖς, τήν τε χώραν ὁποία τίς ἐστιν ἡ ἐν τῷ παράπλῳ ἐπισκεπτόμενος καὶ φρέατα ὀρύσσεσθαι κελεύων, ὅπως ἔχοιεν ὑδρεύεσθαι οἱ πλέοντες. [6.20.5] αὐτὸς μὲν δὴ ἐπανελθὼν ἐπὶ τὰς ναῦς ἀνέπλει ἐς τὰ Πάταλα μέρος δέ τι τῆς στρατιᾶς τὰ αὐτὰ ταῦτα ἐργασομένους κατὰ τὴν παραλίαν ἔπεμψεν, ἐπανιέναι καὶ τούτοις προστάξας ἐς τὰ Πάταλα. αὖθις δὲ ὡς ἐπὶ τὴν λίμνην καταπλεύσας ἄλλον ναύσταθμον καὶ ἄλλους νεωσοίκους ἐνταῦθα κατεσκεύασε, καὶ φυλακὴν καταλιπὼν τῷ χωρίῳ σῖτόν τε ὅσον καὶ ἐς τέτταρας μῆνας ἐξαρκέσαι τῇ στρατιᾷ ἐσηγάγετο καὶ τἆλλ᾽ ὅσα [ἐν] τῷ παράπλῳ παρεσκεύαζεν.
[6.21.1] Ἦν δὲ ἐν μὲν τῷ τότε ἄπορος ἡ ὥρα ἐς τὸν πλοῦν· οἱ γὰρ ἐτησίαι ἄνεμοι κατεῖχον, οἳ δὴ τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ οὐ καθάπερ παρ᾽ ἡμῖν ἀπ᾽ ἄρκτου, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς μεγάλης θαλάσσης κατὰ νότον μάλιστα ἄνεμον ἵστανται. [6.21.2] ἀπὸ δὲ τοῦ χειμῶνος τῆς ἀρχῆς τὸ ἀπὸ Πλειάδων δύσεως ἔστε ἐπὶ τροπάς, ἃς ἐν χειμῶνι ὁ ἥλιος ἐπιστρέφει, πλόϊμα εἶναι ταύτῃ ἐξηγγέλλετο. τότε γὰρ κατὰ γῆν μᾶλλον οἷα δὴ πολλῷ ὕδατι ἐξ οὐρανοῦ βεβρεγμένην αὔρας ἵστασθαι μαλθακὰς καὶ ἐς τὸν παράπλουν ταῖς τε κώπαις καὶ τοῖς ἱστίοις ξυμμέτρους.
[6.21.3] Νέαρχος μὲν δὴ ἐπιταχθεὶς τῷ ναυτικῷ προσέμενε τὴν ὥραν τοῦ παράπλου, αὐτὸς δὲ ἄρας ἐκ Πατάλων ἔστε μὲν ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἀράβιον ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ προὐχώρει. ἐκεῖθεν δὲ ἀναλαβὼν τῶν ὑπασπιστῶν τε καὶ τῶν τοξοτῶν τοὺς ἡμίσεας καὶ τῶν πεζεταίρων καλουμένων τὰς τάξεις καὶ τῆς ἵππου τῆς ἑταιρικῆς τό τε ἄγημα καὶ ἴλην ἀφ᾽ ἑκάστης ἱππαρχίας καὶ τοὺς ἱπποτοξότας ξύμπαντας ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἐς ἀριστερὰ ἐτράπετο, ὕδατά τε ὀρύσσειν, ὡς κατὰ τὸν παράπλουν ἄφθονα εἴη τῇ στρατιᾷ τῇ παραπλεούσῃ, καὶ ἅμα ὡς τοῖς Ὠρείταις τοῖς ταύτῃ Ἰνδοῖς αὐτονόμοις ἐκ πολλοῦ οὖσιν ἄφνω ἐπιπεσεῖν, ὅτι μηδὲν φίλιον αὐτοῖς ἐς αὐτόν τε καὶ τὴν στρατιὰν ἐπέπρακτο. τῆς δὲ ὑπολειφθείσης δυνάμεως Ἡφαιστίων αὐτῷ ἀφηγεῖτο. [6.21.4] Ἀραβῖται μὲν δή, ἔθνος καὶ τοῦτο αὐτόνομον τῶν περὶ τὸν Ἀράβιον ποταμὸν νεμομένων, οὔτε ἀξιόμαχοι δόξαντες εἶναι Ἀλεξάνδρῳ οὔτε ὑποδῦναι ἐθελήσαντες, ὡς προσάγοντα ἐπύθοντο Ἀλέξανδρον, φεύγουσιν ἐς τὴν ἔρημον. Ἀλέξανδρος δὲ διαβὰς τὸν Ἀράβιον ποταμὸν στενόν τε καὶ ὀλίγου ὕδατος καὶ διελθὼν ἐν νυκτὶ τῆς ἐρήμου τὴν πολλὴν ὑπὸ τὴν ἕω πρὸς τῇ οἰκουμένῃ ἦν· καὶ τοὺς μὲν πεζοὺς ἐν τάξει ἐκέλευσεν ἕπεσθαι, τοὺς δὲ ἱππέας ἀναλαβὼν αὐτὸς καὶ ἐς ἴλας κατανείμας, ὅπως ἐπὶ πλεῖστον τοῦ πεδίου ἐπέχοιεν, ἐπῄει τὴν χώραν τῶν Ὠρειτῶν. [6.21.5] ὅσοι μὲν δὴ ἐς ἀλκὴν αὐτῶν ἐτράποντο κατεκόπησαν πρὸς τῶν ἱππέων, πολλοὶ δὲ καὶ ζῶντες ἑάλωσαν. ὁ δὲ τότε μὲν κατεστρατοπέδευσε πρὸς ὕδατι οὐ πολλῷ, ὡς δὲ καὶ οἱ περὶ Ἡφαιστίωνα αὐτῷ ὁμοῦ ἤδη ἦσαν, προὐχώρει ἐς τὸ πρόσω. ἀφικόμενος δὲ εἰς κώμην, ἥπερ ἦν μεγίστη τοῦ ἔθνους τοῦ Ὠρειτῶν, Ῥαμβακία ἐκαλεῖτο ἡ κώμη, τόν τε χῶρον ἐπῄνεσε καὶ ἐδόκει ἂν αὐτῷ πόλις ξυνοικισθεῖσα μεγάλη καὶ εὐδαίμων γενέσθαι. Ἡφαιστίωνα μὲν δὴ ἐπὶ τούτοις ὑπελείπετο.

[6.20.2] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος άρχισε να πλέει πάλι προς τη μεγάλη θάλασσα από τον άλλο βραχίονα του Ινδού, για να εξακριβώσει από ποιό μέρος ήταν η ευκολότερη έξοδος από τον Ινδό στη θάλασσα. Τα δύο στόμια του Ινδού ποταμού απέχουν μεταξύ τους το πολύ χίλιους οκτακόσιους περίπου σταδίους. [6.20.3] Κατά την κάθοδο έφθασε σε μια μεγάλη λίμνη των εκβολών του ποταμού, στην οποία χύνεται ο ποταμός και ίσως συρρέουν νερά από τις γύρω περιοχές· γίνεται έτσι μεγάλη και όμοια με θαλάσσιο κόλπο, αφού φαίνονταν μέσα στη λίμνη ακόμη και ψάρια της θάλασσας που ήταν μεγαλύτερα από εκείνα που υπάρχουν σε αυτήν εδώ, τη δική μας θάλασσα. Αφού, λοιπόν, αγκυροβόλησε στη λίμνη, στο μέρος ακριβώς όπου τον οδήγησαν οι πλοηγοί, άφησε εκεί τους περισσότερους στρατιώτες με τον Λεοννάτο, όπως και όλους τους κερκούρους. [6.20.4] Ο ίδιος με τις τριακοντόρους και τις ημιολίες πέρασε την εκβολή του Ινδού, προχώρησε από αυτήν στη θάλασσα και ανακάλυψε ότι η εκβολή του Ινδού που ήταν στην από δω μεριά ήταν πιο κατάλληλη για πλεύση. Αφού αγκυροβόλησε στην ακτή και πήρε μαζί του μερικούς ιππείς, πορευόταν επί τρεις ημέρες κατά μήκος της παραλίας εξετάζοντας ποιά είναι η φύση της περιοχής κατά μήκος της ακτής και διατάζοντας να ανοίξουν πηγάδια, ώστε να μπορούν να υδρεύονται όσοι έπλεαν. [6.20.5] Μετά επέστρεψε ο ίδιος στα πλοία του και άρχισε να πλέει αντίθετα με το ρεύμα προς τα Πάταλα, ενώ ένα μέρος των ανδρών του έστειλε στην παραλία και τους διέταξε να εκτελέσουν την ίδια εργασία και να επιστρέψουν και αυτοί στα Πάταλα. Κατέπλευσε ξανά στη λίμνη και κατασκεύασε εκεί άλλο ναύσταθμο και άλλα υπόστεγα. Άφησε φρουρά στον τόπο εκείνο, αποθήκευσε σιτάρι αρκετό για να επαρκέσει στον στρατό μέχρι και τέσσερις μήνες και έκαμε όλες τις άλλες προετοιμασίες, όσες ήταν απαραίτητες για το ταξίδι.
[6.21.1] Τότε όμως η εποχή του έτους δεν ήταν κατάλληλη για ταξίδι, γιατί επικρατούσαν τα μελτέμια, τα οποία κατά την εποχή αυτή δεν πνέουν από τον βορρά, όπως σε μας, αλλά από τη μεγάλη θάλασσα και κυρίως από τον νότο. [6.21.2] Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι η ναυσιπλοΐα στα μέρη εκείνα ήταν δυνατή από την αρχή του χειμώνα, δηλαδή από τη δύση των Πλειάδων μέχρι τις χειμερινές τροπές του ηλίου. Τότε, επειδή η γη έχει διαποτισθεί με άφθονο νερό που πέφτει από τον ουρανό, πνέουν μάλλον από την ξηρά ελαφρές αύρες κατάλληλες για παράκτια πλεύση και με κουπιά και με πανιά.
[6.21.3] Ο Νέαρχος, λοιπόν, που διορίσθηκε αρχηγός του ναυτικού, περίμενε την κατάλληλη εποχή για να ταξιδεύσει, ενώ ο Αλέξανδρος ξεκινώντας από τα Πάταλα προχωρούσε με όλο τον στρατό του μέχρι τον Αράβιο ποταμό. Από εκεί πήρε μαζί του τους μισούς από τους υπασπιστές και τους τοξότες, τα τάγματα των λεγομένων πεζεταίρων, από το ιππικό των εταίρων το άγημα και μία ίλη από κάθε ιππαρχία, καθώς και όλους τους ιπποτοξότες και στράφηκε στα αριστερά προς τη θάλασσα και για να ανοίξει πηγάδια, ώστε να υπάρχει άφθονο νερό στον στρατό του όσο θα έπλεε κοντά στην παραλία και συγχρόνως να μπορεί να επιτεθεί ξαφνικά κατά των Ωρειτών, που ήταν Ινδοί της περιοχής εκείνης από πολύ χρόνο ανεξάρτητοι, επειδή αυτοί δεν είχαν εκδηλώσει καμία φιλική διάθεση προς τον Αλέξανδρο και τον στρατό του. Στον στρατό που έμεινε πίσω όρισε αρχηγό τον Ηφαιστίωνα. [6.21.4] Οι Αραβίτες, λοιπόν, που ήταν και αυτοί ένας λαός ανεξάρτητος, από εκείνους που κατοικούσαν γύρω από τον Αράβιο ποταμό, επειδή νόμισαν ότι ούτε ήταν ικανοί να πολεμήσουν εναντίον του Αλεξάνδρου ούτε θέλησαν να υποταγούν σε αυτόν έφυγαν στην έρημο, μόλις πληροφορήθηκαν ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος, αφού πέρασε τον ποταμό Αράβιο, που ήταν στενός και με λίγο νερό, και διέτρεξε κατά τη νύχτα το μεγαλύτερο μέρος της ερήμου, βρέθηκε με τα χαράματα κοντά στην κατοικημένη περιοχή. Διέταξε τους πεζούς του στρατιώτες να ακολουθούν με κανονικό βηματισμό, ενώ ο ίδιος πήρε μαζί του το ιππικό και το διαμοίρασε σε ίλες, ώστε να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας, και άρχισε να διατρέχει λεηλατώντας τη χώρα των Ωρειτών. [6.21.5] Όσους πρόβαλαν αντίσταση τους κατέκοψαν οι ιππείς και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Ο Αλέξανδρος τότε στρατοπέδευσε κοντά σε έναν τόπο που δεν είχε πολύ νερό, όταν όμως ενώθηκαν μαζί του και οι άνδρες του Ηφαιστίωνα, άρχισε να προχωρεί. Όταν έφθασε σε ένα χωριό, που ήταν το μεγαλύτερο του λαού των Ωρειτών —το χωριό ονομαζόταν Ραμβακία— επαίνεσε τη θέση του και νόμισε ότι αν εκεί ιδρυόταν πόλη, θα γινόταν μεγάλη και πλούσια· άφησε λοιπόν, εκεί τον Ηφαιστίωνα για τον σκοπό αυτό.